-
1 ὀφθαλμός
Grammatical information: m.Meaning: `eye' (Il.).Other forms: Boeot. ὄκταλλος, Epid. Lac. ὀπτίλ(λ)ος.Compounds: Often as 2. member, e.g. μον-όφθαλμος ( μουν-) `with a single eye, one-eyed' (Hdt., Plb., Str.), ἑτερ-όφθαλμος `bereft of one eye' (D., Arist.); also as 1. member, e.g. ὀφθαλμ-ωρύχος `digging out the eyes' (A.).Derivatives: 1. ὀφθαλμ-ίδιον n. dimin. (Ar.); 2. - ία, Ion. - ίη f. `eye-disease' (s. Scheller Oxytonierung 42f.) with - ιάω `suffering from an eye-disease' (IA.), with - ίασις f. (Plu., H.); 3. - ίας m. name of a kind of eagle (Lyc.), also of a fish (Plaut.; because of the fixed glance, Strömberg Fischnamen 42); 4. - ικός `belonging to the eyes', m. `eye-doctor' (Gal., Dsc.); 5. - ηδόν `like eyes' (gloss.). -- 6. Verbs ὀφθαλμίζομαι `to be inoculated' (Thphr.), `to suffer from ὀ-ία' (Plu.); with prep. ἐν-ὀφθαλμ-ίζω `to inoculate' (Thphr.), - ίζομαι pass. (Delos) with - ισμός (Thphr.); also - ιάζομαι (Plu.); ἐξ-οφθαλμ-ιάζω `to disregard, to disparage' (pap. IVp); ἐπ-οφθαλμ-ίζω (Pherecyd., Plu.), - ιάω (Plu., pap. IIIp), - έω (pap. IVp) `to ogle, to peep at'.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Understandably the word has been derived from the root ὀπ- `see'. Variants are Boeot. ὄκταλλος, Epid. Lac. ὀπτίλ(λ)ος. The group κτ: πτ: φθ ("mit altem κτ [but see below], analogischem πτ und expressivem φθ" (Frisk) [Schwyzer 299 bzw. Benveniste Origines 48]?) has been connected with the group kṣ in Skt. ákṣi `eye' Schwyzer 317 w. lit.). With the suppletive n-stem e.g. in gen. akṣ-ṇ-ás the l-stem in ὀφθ-αλ-μός would correspond (Specht 351n.1). "Die lautlichen Einzelheiten sind indessen nicht endgültig und eindeutig aufgeklärt" (Frisk). An IE laibo-velar before consonat became a labial, Lejeune Phonét. $ 42, so Frisks "mit altem κτ" is wrong. The rise of - αλ(λ)- cannot be explained from IE. The repeated attempts, to explain ὀφθαλμός as a compound, are all wrong (to θάλαμος Brugmann, s. Bq and WP. 1, 864). The variation cannot well be explained as IE, nor can the formation of ὀφθαλμός. ὄκταλλος has a Pre-Greek suffix, Beekes FS Kortlandt.; already Devel. 193); it continues a palatalized l (i.e. *ly, which was represented as a geminate). This leads to a PGr. reconstruction *akʷt-aly-(m)- (with *a- = [ο] before the labiovelar). Here the labiovelar could become a labial, but the labial element could also be ignored, which gave ὀκτ-. Aspiration was not phonemic in Pre-Greek, hence the variant ὀφθ- is unproblematic. In ὀπτίλ(λ)ος apparently the (second) *a became i through the following labialized consonant. The fact that PGr. * akʷ- strongly resembles IE * h₃ekʷ- is a mere coincidence, an accident that may be expected to occur here and there. -- Note the expressive geminate in ὄκκον ὀφθαλμόν H. (to Arm. akn? Meillet BSL 26, 15f.; s. also Lejeune Traité de phon. 72 n. 1); this word may well be of IE origin. -- For words derived from the IE root ὀπ- `see', s. ὄμμα, ὄσσε, ὄπωπα; cf. WP. 1, 169ff., Pok. 775ff., W.-Hofmann s. oculus etc.Page in Frisk: 2,452-453Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀφθαλμός
-
2 μονόφθαλμος
A one-eyed, Hdt. 3.116, 4.27, Str.2.1.9, Ev.Matt.18.9: rejected by Phryn.112; expld. as one who has one eye, like the Cyclops, opp. ἑτερόφθαλμος, one who has lost an eye, Ammon.Diff.p.60 V.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονόφθαλμος
-
3 ἔχω
ἔχω (ἔχω, -εις, -ει, -ομεν, -οντι; ἔχω, -ῃ; ἔχων, -οντ(α), -οντες; -οισα, -οίσας; ἔχειν: impf. εἶχε, ἔχε(ν), ἔχον: fut. [ ἕξω codd.], σχήσει codd., ἕξει; σχήσοι: aor. ἔσχε(ν), ἔσχετ[ε], ἔσχον; ἔσχεθε, σχέθον; σχέθοι; σχεθών; σχεῖν, σχεθέμεν: med. impf. εἴχετ(ο): aor. pro pass. σχόμεναι.)1 have, hold.1 generally,a have, possess, have in keeping ( Πέλοψ)τύμβον ἀμφίπολον ἔχων O. 1.93
ὅθεν σπέρματος ἔχοντα ῥίζαν πρέπει τὸν Αἰνησιδάμου (Aristarchus: ἔχοντι codd.) O. 2.46 εἰ δέ μιν (= ὄλβον)ἔχων τις οἶδεν τὸ μέλλον O. 2.56
Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας θρόνον O. 2.77
καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48
ἀπάτερθε δ' ἔχον διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν ἀστέων μοίρας O. 7.74
τὺ δὲ σάφα νιν ἔχεις ἐλευθέρᾳ φρενὶ πεπαρεῖν P. 2.57
λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν P. 3.89
μακάριος, ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ P. 5.46
Ἡσυχία βουλᾶν τε καὶ πολέμων ἔχοισα κλαῗδας ὑπερτάτας P. 8.4
Μεγάροις δ' ἔχεις γέρας P. 8.78
οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν N. 1.31
ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς N. 7.94
παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν N. 7.100
εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους N. 11.13
πάντ' ἔχεις, εἴ σε τούτων μοῖῤ ἐφίκοιτο καλῶν I. 5.14
πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει περὶ κείνων κελαδέσαι I. 5.47
“μέγαν ἄλλοθι κλᾶρον ἔχω; Pae. 4.48
ὁ δὲ μηδὲν ἔχων ὑπὸ σιγᾷ μελαίνᾳ κάρα κέκρυπται Παρθ. 1. 9. as epexeg. inf.,ἑτοῖμον ἀνεφρόντισεν γάμον Πισάτα παρὰ πατρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν O. 1.71
καὶ τὸ λοιπὸν ὁμοῖα, Κρονίδαι μάκαρες, διδοῖτ' ἐπ ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς ἔχειν P. 5.120
ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν, ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον P. 12.22
b hold (in one's grip)ἔμπα, καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ N. 4.36
σχεθών νιν ἐπὶ δεξιὰ χειρὸς (Elmsley: σχέθων codd.: ἐνδεξιωσάμενος πατέρα interpr. Schr.) P. 6.19c support ἂν δ' ἐπικράνοις σχέθον πέτραν ἀδαμαντοπέδιλοι κίονες fr. 33d. 7.2a rule overὦ Κρόνου παῖ, ὃς Αἴτναν ἔχεις O. 4.6
Ἑρμᾶν ὃς ἀγῶνας ἔχει μοιράν τ' ἀέθλων O. 6.79
ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ O. 7.70
ἀτὰρ Αἴας Σαλαμῖν' ἔχει πατρῴαν N. 4.48
b dwell inπόλιν· ἔχοντι τὰν χαλκοχάρμαι ξένοι P. 5.82
“ ποίας δ' ἀποσπασθεῖσα φύτλας ὀρέων κευθμῶνας ἔχει σκιοέντων;” P. 9.343a contain, preserveτό σφ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον P. 5.39
b enfoldἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν P. 4.79
4 = κατέχω.a restrain, checkτὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν μεγάλᾳ P. 4.75
τὸ πεπρωμένον οὐ πῦρ οὐ σιδάρεον σχήσει τεῖχος ( ἔσχε coni. Schr.) fr. 232.b hold back, prevent c. inf.ἐλπίδες δ' ὀκνηρότεραι γονέων παιδὸς βίαν ἔσχον ἐν Πυθῶνι πειρᾶσθαι καὶ Ὀλυμπίᾳ ἀέθλων N. 11.23
c prevent c. part.ἦλθ' ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν, κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα σχέθοι I. 4.54
5 = παρέχω.a provideἐν Μεγάροισίν τ' οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον O. 7.87
ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286
ὁ δὲ καιρὸς ὁμοίως παντὸς ἔχει κορυφάν P. 9.79
ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν περὶ ᾧ φασγάνῳ μομφὰν ἔχει παίδεσσιν Ἑλλάνων (v. μομφά; cf. fr. 359) I. 4.36b keep c. dupl. acc., pr. adj., simm.Μοῖῤ, ἅ τε πατρώιον τῶνδ' ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον O. 2.36
ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον O. 2.76
οὐδ' Ἀίδας ἀκινήταν ἔχε ῥάβδον O. 9.33
καλὰ γινώσκοντ' ἐκτὸς ἔχειν πόδα P. 4.289
cf.ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός O. 6.8
ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς αἰδοιότατον γέρας τεᾷ τοῦτο μειγνύμενον φρενί ( keeps this as a revered honour v. ὀφθαλμός) P. 5.17 in tmesis, ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψυχάν (v. ἀπέχω) O. 2.696a of non physical things, have, enjoyὁ νικῶν ἔχει μελιτόεσσαν εὐδίαν O. 1.98
θεὸς τεαῖσι μήδεται ἔχων τοῦτο κᾶδος, Ἱέρων, μερίμναισιν O. 1.107
δόξαν ἔχω τιν' ἐπὶ γλώσσᾳ λιγυρᾶς ἀκόνας O. 6.82
Πυθοῖ τ' ἔχει σταδίου τιμὰν O. 13.37
Χίρωνα νόον ἔχοντ' ἀνδρῶν φίλον P. 3.5
ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν P. 3.111
τελέαν δ' ἔχει δόξαν ἀπ ἀρχᾶς P. 8.24
πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις, ἔχων κρέσσονα πλούτου μέριμναν P. 8.91
“ μόχθου καθύπερθε νεᾶνις ἦτορ ἔχοισα” P. 9.32τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἀρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός P. 10.62
ἐν παισὶ νέοισι παῖς, ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι, μέρος ἕκαστον οἷον ἔχομεν βρότεον ἔθνος N. 3.73
ἔχω γονάτων ὁρμὰν ἐλαφράν (byz.: ἕξω codd.) N. 5.20ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν N. 6.54
τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N. 7.23
κτεάνωνψυχὰς ἔχοντες κρέσσονας ἄνδρες N. 9.32
βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ ὅσων Ἀργεῖον ἔχει τέμενος μοῖραν ἐσλῶν N. 10.19
βραχὺ μέτρον ἔχων ὕμνος I. 1.62
ὅστις ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας ὀπώραν I. 2.4
ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει I. 5.33
τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; (unus cod. Stobaei: ἰσχύει rell.: ἔχειν Clem. Alex.) fr. 61. 2. and so, ἔχει θαλίας καὶ πόλις holds, celebrates O. 7.93b = πάσχω, have, be subject toἔχει δ' ἀπάλαμον βίον τοῦτον ἐμπεδόμοχθον O. 1.59
ἅλιον ἔχοντες, ἀπονέστερον ἐσλοὶ δέκονται βίοτον O. 2.62
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι (v. l. ὀχοίσας) P. 2.79ἔσχε τοι ταύταν μεγάλαν ἀυάταν καλλιπέπλου λῆμα Κορωνίδος P. 3.24
χαρίεντα δ' ἕξει πόνον χώρας ἄγαλμα (? i. e. ὕμνος) N. 3.12πεῖραν ἔχοντες οἴκαδε κλυτοκάρπων οὐ νέοντ' ἄνευ στεφάνων N. 4.76
ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.13
κόρον δ' ἔχει καὶ μέλι καὶ τὰ τέρπν ἄνθἐ Ἀφροδίσια N. 7.52
ἔνθ' ἄριστοι ἔσχον πολέμοιο νεῖκος I. 7.36
ἐπαγορίαν ἔχει ( ἐπίμωμός ἐστι interpr. Hesych.) ?fr. 359.7 possess, swayτῶν νιν γλυκὺς ἵμερος ἔσχεν O. 3.33
ἔρως γὰρ ἔχεν (sc. αὐτούς: ἔσχεν cod., corr. Er. Schmid) I. 8.29 med. aor. pro pass., δεί]ματι σχόμεναι φύγον[ (sc. ἀμφίπολοι) Pae. 20.178 have in mind, knowεἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι O. 8.4
εἰ δὲ νόῳ τις ἔχει θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν P. 3.103
ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ ἄλλα πνέων οὔ ποτ ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.41
λεγόμενον δὲ τοῦτο προτέρων ἔπος ἔχω N. 3.53
9 acquire, get oneself (aor. only, but v. P. 2.30)Πισάτα παρὰ πατρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν O. 1.71
ἱερὸν ἔσχον οἴκημα ποταμοῦ O. 2.9
Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος ἀνδρῶν O. 9.88
ἔσχον δ' Ἀμύκλας ὄλβιοι Πινδόθεν ὀρνύμενοι P. 1.65
[ ἐξαίρετον ἔχε μόχθον (Th. Mag.: ἔσχε codd.: ἕλε Mosch) P. 2.30] ( Ἀρκεσίλαν)ἔχοντα Πυθωνόθεν τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾶν μέλος χαρίεν P. 5.105
σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν, ἅντινα σχήσοι τις ἡρώων ( σχήσει v. l.) P. 9.116Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις P. 11.48
Οὐλία παῖς ἔνθα νικάσαις δὶς ἔσχεν Θεαῖος εὐφόρων λάθαν πόνων N. 10.24
ὕπατον δ' ἔσχεν Πίσα Ἡρακλέος τεθμόν N. 10.32
μακρὰ δισκήσαις ἀκοντίσσαιμι τοσοῦθ, ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν I. 2.37
ἐρικυδέα τ' ἔσχον Δᾶλον Pae. 5.39
Μοῖσαι, τοῦτον ἔσχετ[ε τεθ]μόν Pae. 6.57
10 be able c. inf.ἔχω καλά τε φράσαι O. 13.11
τὺ δὲ σάφα νιν ἔχεις ἐλευθέρᾳ φρενὶ πεπαρεῖν P. 2.57
οὐκ ἔχω εἰπεῖν τίνι τοῦτο Μοῖρα τέλος ἔμπεδον ὤρεξε N. 7.56
, cf. I. 5.4711 intrans.,a c. adv., fare ἠὺ δ' ἔχοντες σοφοὶ καὶ πολίταις ἔδοξαν ἔμμεν (Hermann: εὖ δ(ὲ) ἔχοντες codd.: εὖ δὲ τυχόντες Boeckh) O. 5.16b without adv., keep, stayἥμερον ὄφρα κατ' οἶκον ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ ἀλαλατὸς ἔχῃ P. 1.72
v. E. Fraenkel, Horace, 279, 3.12 med., c. gen.,a cling to, be held by δράκοντος δ' εἴχετο λαβροτατᾶν γενύων (sc. δέρμα λαμπρόν) P. 4.244b met., lay hold of, set oneself to εἴχετ' ἔργου (sc. Ἰάσων) P. 4.23313 frag. εἶχε Πα. 7C. a. 3. ]σχήσει πολι[ Pae. 21.17
τί κέ τις ἐσχ[ Δ. 4b. 11. ] ν ἰων ἕχον[ ?fr. 345. 12.
См. также в других словарях:
λαγόφθαλμος — και λαγώφθαλμος, η, ο (Α λαγώφθαλμος και λαγόφθαλμος και λαγωόφθαλμος, ον) νεοελλ. αυτός που πάσχει από λαγοφθαλμία αρχ. 1. εκείνος που έχει ελαττωματικό το άνω βλέφαρο και γι αυτό, όταν κοιμάται, δεν μπορεί να καλύψει τον βολβό τού οφθαλμού 2.… … Dictionary of Greek
λοξόφθαλμος — η, ο (AM λοξόφθαλμος, ον) αυτός που έχει λοξά τις κόρες των ματιών, αλλήθωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + ὀφθαλμός (πρβλ. κοντ όφθαλμος, μον όφθαλμος)] … Dictionary of Greek
φοβερόφθαλμος — ον, Α αυτός τού οποίου τα μάτια προξενούν φόβο, φοβερόμματος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοβερός + ὀφθαλμός (πρβλ. μεγαλ όφθαλμος, μον όφθαλμος)] … Dictionary of Greek
χαροπόφθαλμος — ον, Α αυτός που έχει μεγάλα και λαμπερά μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαροπός + όφθαλμος (< ὀφθαλμός), πρβλ. μον όφθαλμος] … Dictionary of Greek
χιλιόφθαλμος — η, ο, Ν αυτός που έχει χίλιους, δηλαδή αναρίθμητους, οφθαλμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + οφθαλμός (πρβλ. μον όφθαλμος, πολυ όφθαλμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Δ. Γαλανό] … Dictionary of Greek
ολόφθαλμος — η, ο (Α ὁλόφθαλμος, ον) ο γεμάτος μάτια νεοελλ. ζωολ. (για έντομα) αυτός τού οποίου το κάθε μάτι είναι ενιαίο, δηλ. δεν είναι ούτε διαιρεμένο ούτε με βαθιές εντομές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + ὀφθαλμός (πρβλ. μον όφθαλμος)] … Dictionary of Greek
παντόφθαλμος — ον, Α αυτός που είναι γεμάτος μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ὀφθαλμός (πρβλ. μον όφθαλμος)] … Dictionary of Greek
πεντόφθαλμος — ον, Α αυτός που έχει πέντε οφθαλμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ (βλ. πεντα ) + ὀφθαλμός (πρβλ. μον όφθαλμος)] … Dictionary of Greek
πολυόφθαλμος — ον, Α 1. (για τον Όσιρι) αυτός που έχει πολλά μάτια 2. (για φυτά) αυτός που έχει πολλούς οφθαλμούς, πολλά μπουμπούκια 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυόφθαλμον το φυτό βούφθαλμον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὀφθαλμός (πρβλ. μον όφθαλμος)] … Dictionary of Greek
πυκνόφθαλμος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλά μάτια («Ἄργον τὰς πυκνοφθάλμους κόρας», Ευρ.) 2. (για φυτά) αυτός που έχει πολλά μπουμπούκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + ὀφθαλμός (πρβλ. μον όφθαλμος)] … Dictionary of Greek
ριψόφθαλμος — ον, ΜΑ αυτός που ρίχνει τα μάτια του εδώ κι εκεί, αυτός που κοιτά με πόθο ή επιθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < ῥίπτω + ὀφθαλμός (πρβλ. μον όφθαλμος)] … Dictionary of Greek