-
1 μον-αύλιος
μον-αύλιος, allein lebend, einsam, βίος, Suid. v. Λουκιανός.
-
2 μοναύλιος
μον-αύλιος, allein lebend, einsam
См. также в других словарях:
μοναύλιος — μοναύλιος, ον (Α) αυτός που ζει μόνος του, ο άγαμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(o) * + αὔλιος (< αὐλή)] … Dictionary of Greek