-
1 μονάλυσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονάλυσις
См. также в других словарях:
μονάλυσις — μονάλυσις, εως, ἡ (Α) η μόνη αλυσίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ἅλυσις (πρβλ. χειρο άλυσις)] … Dictionary of Greek
1 μονάλυσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονάλυσις
μονάλυσις — μονάλυσις, εως, ἡ (Α) η μόνη αλυσίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ἅλυσις (πρβλ. χειρο άλυσις)] … Dictionary of Greek