-
1 μον-άγκων
-
2 μονάγκων
-
3 μονάγκων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονάγκων
См. также в других словарях:
μονάγκων — μονάγκων, ωνος, ὁ (Α) είδος πολεμικής μηχανής η οποία είχε έναν μόνο κινητό αγκώνα, δηλ. έναν μόνον βλητικό κινούμενο μοχλό, ο οποίος στηριζόταν πάνω σε κάθετο στήριγμα και χρησίμευε στην εξακόντιση λίθων ή και εμπρηστικών υλών. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek