-
1 moine
μοναχός -
2 keşiş
μοναχός, καλόγερος, αναχωρητής -
3 одиночка
одиночка м о μοναχός; в \одиночкаУ ξεχωριστά, μοναχός* * *мο μοναχόςв одино́чку — ξεχωριστά, μοναχός
-
4 монах
монах м ο μοναχός, ο καλόγερος· \монахиня ж η μοναχή, η καλόγρια* * *м; ж - монахиняο μοναχός, ο καλόγερος -
5 одинокий
-
6 монах
мона́||хм ὁ καλογερος, ὁ μοναχός:постричься в \монаххи γίνομαι μοναχός, καλογερεύω. -
7 монах
-а α.μοναχός, καλόγερος•постриться в -и χειροτονούμαι μοναχός.
|| μτφ. απομονωμένος, μακριά από τα εγκόσμια. -
8 один
одного α., одна, одной θ., одно, одного ουδ., πλθ. одни-их (αριθμ.ποσοτικό)•1. ο αριθμός 1. || ένας•один метр ένα μέτρο•
одна книга ένα βιβλίο•
комната в одно окно δωμάτιο μ ένα παράθυρο.
|| ως ουσ. ο ένας•с-меро одного не ждут οι εφτά δεν περιμένουν τον ένα•
все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους•
все до одного όλοι μέχρι τον ένα•
одно ему не доставало ένα του έλειπε.
2. ως επ. μόνος, μοναχός•я живу один в доме ζω μοναχός στο σπίτι.
|| μοναδικός•у него один только сын αυτός έχει ένα μοναδικό παιδί.
3. ως επ. ίδιος, όμοιος•жить в -ом доме ζω στο ίδιο σπίτι•
он со мной -их лет αυτός κι εγώ είμαστε συνομήλικοι•
одно и то же время τον ίδιο καιρό ή ταυτόχρονα.
|| οριστ. αντων. (εγώ) ο ίδιος• μόνος μου•я один это сделал εγώ μόνος μου το έφτιασα.
|| ενιαίος, σαν ένας.4. ως αντων. με την πρόθεση «из»; ένας απο... один из всех ένας απ όλους•один из нас ένας από μας.
|| με την αντων. другой; переходить с одного места на другое περνώ από τη μια θέση στην άλλη. || ως ουσ. ο μεν, ο ένας•один говорить так, другой не так ο μεν λέγει έτσι ο δε αλλιώς ο ένας λέει έτσι, ο άλλος αλλιώτικα.
5. άλλος, διαφορετικός•одно дело поэзия один другое дело проза άλλο είναι η ποίηση κι άλλο είναι ό πεζός λόγος•
говорит одно, а думает другое άλλο λέει κι άλλο σκέφτεται.
6. αόρ. αντων. κάποιος, ένας•один день μια μέρα•
одно время έναν καιρό (κάποτε).
εκφρ.один за другим – ο ένας κοντά (πίσω) από τον άλλον•один к одному – ένας τον άλλον παρόμοιος•- о к одному – το ένα διαδέχεται το άλλο•один на один – α) ένας με έναν, τετ α τετ• κατά μόνας, κατ ιδίαν, β) ένας προς έναν•все как один – όλοι σαν ένας άνθρωπος (σύσσωμα)•одну минуту, секунду – ένα λεπτό, δευτερόλεπτο (περίμενε)•ставить на одну доску с кем – παραλληλίζω ή παρομοιάζω με κάποιον•стать на одну доску с кем – εξομοιάζομαι με. -
9 иной
ин||ойприл1. (другой) ἀλλος:\инойыми словами μ' ἄλλα λόγια· по \инойо́му μ· ἀλλο τρόπο, διαφορετικά· не кто \иной как αὐτός ὁ ἰδιος· не что \инойо́е как τίποτε ἄλλο πάρἀ· это \инойое дело αὐτό εἶναι ἀλλη ὑπόθεση· \инойо́го выхода нет δέν ὑπάρχει ἄλλη διέξοδος· тем или \инойым образом ούτως ἡ ἄλλως·2. (некоторый) κάποιος, μερικός:\инойые люди κάποιοι, μερικοί· в \инойых слу́чаях σέ μερικές περιπτώσεις· \иной раз κάποτε, καμμιά φορά·3. м ὁ ἀλλος:\инойо́му это может не понравиться σέ ἀλλον αὐτό μπορεί νά μήν ἀρέσει. и́иок м ὁ μοναχός, ὁ κάλόγερος. -
10 один
один1. числ. είς, ἐνας:только \один раз μόνο μιά φορά, μιά φορά μονάχα· \один или два ἔνας ἡ δύο· \один из иих ἔνας ἀπ' αὐτούς' \один билет Ινα εἰσιτήριο· одни́ щипцы μιά μασιά· одним ударом μ' ἕνα κτύπημα·2. прил (без других, в одиночестве) μόνος, ὁλομόναχος:я сделал эту работу \один αὐτήν τήν ἐργασία τήν £κανα μόνος μου (или μοναχός μου)· он был совсем \один ήταν ὁλομόναχος· мать и сестра остались совсем одии́ ἡ μητέρα καί ἡ ἀδελφή Εμειναν ἐντελώς μόνες (или Ολομόναχες)·3. прил (никто другой, единственный) μονάχα, μόνο[ν]; одна надежда его поддерживает τόν κρατἄ μόνον μιά ἐλπίδα· одна лишь мысль καί μόνο ἡ σκέψη·4. прил (тот оке самый, одинаковый) ὁ αὐτός, ὁ ίδιος:\один и тот же ὁ ἰδιος, είς καί ὁ αὐτός· это одно́ и то́ же εἶναι τό ἰδιο, εἶναι ἕνα καί τό αὐτό· в одно́ и то же время ταυτόχρονα, ταυτοχρόνως, συγχρόνως· говорить одно́ и то́ же κοπανώ τά ἰδια καί τά ἰδια· одного возраста τῆς ίδιας (или τής αὐτής) ἡλικίας·5. мест, (какой-то, некий) ἐνας, κάποιος:я прочел.-.то в одио́м журнале αὐτό τό διάβασα σ' ἕνα περιοδικό·6. мест, (только, исключительно) μόνο[ν], μονάχα, ὀποκλει-·τικά [-<δς]:здесь одии́ только женщины и дети ἐδῶ εἶναι μόνο γυναίκες καί παιδιά·7. сущ. ἔνας·. -
11 покинутый
покинутый1. прич. от покинуть·2. прил ἐγκατα(λε)λειμμένος, παρατημένος, ἀφημένος (оставленный) / μοναχός (одинокий). -
12 послушник
послушникм (в монастыре) ὁ δόκιμος [μοναχός], ὁ νεόφυτος. -
13 сам
саммест. (сама, само, сами)1. (лично) ἐγώ ὁ ἰδιος, αὐτός ὁ ἰδιος:он \сам это сказал αὐτός ὁ ἰδιος τό είπε· я \сам ви́дел τό είδα ὁ ϊδιος·2. (без посторонней помощи) μόνος, μοναχός:он \сам справился с работой μόνος του τήν ἔβγαλε πέρα τή δουλειά·3. (усиливает значение мест, и сущ.) ὁ ἰδιος:\сам отец сказал ὁ ἰδιος ὁ πατέρας τό είπε·4. (хозяин, глава) уст. τό ἀφεντικό·5. (олицетворенный) προσωποποιημένη:он \сам сама доброта εἶναι ἡ καλωσύνη προσωποποιημένη· ◊ \сам не свой σαστισμένος· \самό собой разумеется εἶναι αὐτονόητο, ἐννοείται· \сам по себе (по природе) ἀυτός καθ' ἐαυτός. -
14 сок
сокм ὁ χυμός, τό ζουμί:апельсиновый \сок ὁ χυμός πορτοκαλλιοῦ· желудочный \сок τό γαστρικό ὑγρό· ◊ в полном \соку́ στήν ἀκμή τής'ἡλικίας, ῶριμος· вариться в собственном \соку́ разг τραβιέμαι μόνος μου, ξεροτηγανίζομαι μοναχός μου. -
15 lonely
1) (lacking or wanting companionship: Aren't you lonely, living by yourself?) που αισθάνεται μοναξιά, μόνος, μοναχός2) ((of a place) far away from busy places, having few people: a lonely island.) απομονωμένος -
16 lonesome
adjective ((especially American) lonely; solitary: She feels lonesome when her brothers are at school.) που αισθάνεται μοναξιά, μόνος, μοναχός -
17 monk
(a member of a male religious group, who lives in a monastery, away from the rest of society.) μοναχός -
18 novice
['novis]1) (a beginner in any skill etc.) πρωτάρης,αρχάριος2) (a monk or nun who has not yet taken all his or her vows.) δόκιμος μοναχός -
19 only
['əunli] 1. adjective(without any others of the same type: He has no brothers or sisters - he's an only child; the only book of its kind.) μόνος,μοναχός,μοναδικός2. adverb1) (not more than: We have only two cups left; He lives only a mile away.) μόνο2) (alone: Only you can do it.) μόνο3) (showing the one action done, in contrast to other possibilities: I only scolded the child - I did not smack him.) μόνο,απλά4) (not longer ago than: I saw him only yesterday.) μόλις5) (showing the one possible result of an action: If you do that, you'll only make him angry.) απλά3. conjunction(except that, but: I'd like to go, only I have to work.) αλλά,μόνο που- only too -
20 монах
[μανάχ] ουσ. α. καλόγερος, μοναχός
См. также в других словарях:
μοναχός — μοναχός, ή, ό και μονάχος, η, ο 1. αυτός που δεν είναι με άλλους, μόνος, γνήσιος, αληθινός: Έμαθε μοναχός του να διαβάζει. 2. φρ., «Είναι σπίρτο μονάχο», για κάποιον που είναι πανέξυπνος. ο αυτός που μονάζει, ο καλόγερος, ο μοναστής: Η πίστη του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοναχός — unique masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναχός — ή, ό και μονάχος, η, ο (ΑΜ μοναχός, ή, όν, Μ και μονάχος, η, ον και μοναχός και αμοναχός, ή, όν) 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο μοναχός, η μοναχή αυτός που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και έχει αφιερωθεί στη λατρεία τού Θεού σε μονή, μοναστής,… … Dictionary of Greek
Γεώργιος ο Μοναχός — (9ος αι.). Χρονογράφος. Στο έργο του Χρονικόν σύντομον διηγείται συνοπτικά τα γεγονότα «από κτίσεως κόσμου» μέχρι της βασιλείας του Θεόφιλου (842). Διεξοδικότερη και ζωηρότερη είναι η αφήγησή του για την περίοδο της εικονομαχίας. Ως πηγή για την… … Dictionary of Greek
Δαβίδ ο Μοναχός — (6ος αι. μ.Χ.). Τοπικός άγιος της Θεσσαλονίκης, ο οποίος μοίρασε τα χρήματά του στους φτωχούς και έζησε στην ύπαιθρο διδάσκοντας. Οι Θεσσαλονικείς τον έστειλαν στον Ιουστινιανό να ζητήσει την αντικατάσταση του έπαρχου της πόλης, που καταπίεζε… … Dictionary of Greek
μοναχώτερον — μοναχός unique adverbial comp μοναχός unique masc acc comp sg μοναχός unique neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναχόν — μοναχός unique masc acc sg μοναχός unique neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναχιάζω — [μοναχός] ξεμοναχιάζω, απομονώνω … Dictionary of Greek
χειλάς — Μοναχός από τα Κύθηρα, συγγραφέας έργου με τον τίτλο Χρονικό περί του εν Κυθήροις μοναστηρίου του Αγίου Θεοδώρου, που περιέχει πολλές πληροφορίες για το νησί στα χρόνια της βενετοκρατίας (Βενετία, 1868). * * * ο / χειλᾱς, ΝΜΑ, θηλ. χειλού Ν ο… … Dictionary of Greek
Κομάσιος — Μοναχός, άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Ιερόθεος … Dictionary of Greek
Παντόγαλος, Γαβριήλ — Μοναχός και λόγιος από την Κρήτη. Το 1600 ανακαίνισε το μοναστήρι του Τοπλού (Κυρά Ακρωτηριανή), που βρίσκεται στην πρώην επαρχία της Σητείας. Σε δική του ενέργεια οφείλεται και η πλάκα που στήθηκε στην αυλή και απέναντι στην είσοδο της μονής, με … Dictionary of Greek