-
1 μονοτεκνος
См. также в других словарях:
μονότεκνος — η, ο (Α μονότεκνος, ον) αυτός που έχει ένα μόνο τέκνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύ τεκνος] … Dictionary of Greek
μονότεκνον — μονότεκνος with but one child masc/fem acc sg μονότεκνος with but one child neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοτέκνους — μονότεκνος with but one child masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονοτοκώ — (Α μονοτοκῶ, έω) [μονοτόκος] γεννώ ένα μόνο τέκνο σε κάθε τοκετό, είμαι μονοτόκος αρχ. έχω ένα μόνο παιδί, είμαι μονότεκνος … Dictionary of Greek
μονοτόκος — ο (Α μονοτόκος, ιων. τ. μουνοτόκος, ον) 1. αυτός που γεννά κάθε φορά ένα μόνο τέκνο 2. αυτός που έχει ένα μόνο παιδί, μονότεκνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + τόκος(< τίκτω). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.] … Dictionary of Greek