-
1 μονοπεπλος
См. также в других словарях:
μονόπεπλος — μονόπεπλος, ον (Α) αυτός που φορά μόνο τον πέπλο ή τον χιτώνα («λέχη δὲ φίλια μονόπεπλος λιποῡσα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πέπλος (< πέπλον), πρβλ. χρυσό πεπλος] … Dictionary of Greek
μονόπεπλος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek