Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μονόκροτος

См. также в других словарях:

  • μονόκροτος — η, ο (Α μονόκροτος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μονόκροτο είδος πολεμικού πλοίου το οποίο έχει ένα επίφρακτο πυροβολείο αρχ. (για πλοίο) αυτός που έχει μία σειρά κουπιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κρότος (< κροτῶ), πρβλ. υψί κροτος] …   Dictionary of Greek

  • μονοκρότου — μονόκροτος with one squad of rowers masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοκρότων — μονόκροτος with one squad of rowers masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονόκροτοι — μονόκροτος with one squad of rowers masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Trirreme — El trirreme (en griego τριήρης/triếrês en singular, τριήρεις en plural) era una nave de guerra inventada probablemente en el siglo VII a. C., desarrollada a partir del pentecóntero. Más corto que su predecesor, era un barco con una vela …   Wikipedia Español

  • κρότος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 120 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καινουργίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνας. II Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάνα και της Ευφήμης, τροφού των… …   Dictionary of Greek

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»