-
1 μονόχορδος
A with or of but one string,κανών Ptol.Harm.1.8
tit.: μονόχορδον, τό, monochord, Poll.4.60, Nicom.Harm.4, Iamb.VP26.119.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονόχορδος
См. также в других словарях:
εφτάχορδος — η, ο επτάχορδος, με επτά χορδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα * + χορδος (< χορ δή), πρβλ. έγ χορδος, μονό χορδος] … Dictionary of Greek
μονόχορδος — η, ο (ΑΜ μονόχορδος, ον) 1. αυτός που έχει μία μόνο χορδή 2. το ουδ. ως ουσ. το μονόχορδο(ν) μουσικό όργανο με μία χορδή, κινητό καβαλάρη και παραλληλόγραμμο ηχείο, που χρησιμοποιήθηκε στην αρχαιότητα για τη μέτρηση και τη θεωρητική αναπαράσταση… … Dictionary of Greek