Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μονό-χηλος

См. также в других словарях:

  • ετερόχηλος — ἑτερόχηλος, ον (Μ) αυτός που έχει διαφορετικές, ανόμοιες χηλές*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + χηλος (< χηλή), πρβλ. δί χηλος, μονό χηλος] …   Dictionary of Greek

  • μακρόχηλος — μακρόχηλος, ον (Α) (για ζώο) αυτός που έχει μακριές, επιμήκεις οπλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + χηλος (< χηλή «οπλή»), πρβλ. δί χηλος, μονό χηλος] …   Dictionary of Greek

  • μονόχηλος — η, ο (Α μονόχηλος, ον δωρ. μονόχαλος) (για ζώα) αυτός που έχει μία μόνο χηλή ή οπλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + χηλος (< χηλή «οπλή»), πρβλ. μακρό χηλος, πολύ χηλος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»