-
1 μονό-πηρος
μονό-πηρος, mit einem Ränzel, E. M. 670, 57.
-
2 μονόπηρος
μονό-πηρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονόπηρος
-
3 μονόπηρος
См. также в других словарях:
πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… … Dictionary of Greek