Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μονό-μαλλος

См. также в других словарях:

  • στρεψίμαλλος — ον, Α 1. αυτός που έχει συνεστραμμένα ή πλεγμένα μαλλιά, αυτός που έχει μπερδεμένο τρίχωμα 2. μτφ. (στην κωμωδία) (ως προσωνυμία τού Ευρυπίδου) αυτός που χρησιμοποιεί περίπλοκες φράσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψι τού στρέφω (πρβλ. στρέψις), συνθ.… …   Dictionary of Greek

  • μονόμαλλος — μονόμαλλος, ον (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί μόνο από μαλλί, ολόμαλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + μαλλός (πρβλ. βαθυ μαλλος, δασύ μαλλος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»