-
1 μονόκνημος
μονό-κνημος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονόκνημος
См. также в других словарях:
ολόκνημος — ὁλόκνημος, ον (Α) 1. αυτός που καταλαμβάνει όλη την κνήμη («σκελίδες ὁλόκνημοι», Φερεκρ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁλόκνημοι ὁλομελεῑς». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + κνήμη (πρβλ. μονό κνημος)] … Dictionary of Greek
Αγαθαρχίδας — (5ος αι. π.Χ.). Κορίνθιος στρατηγός, που διοικούσε τον πελοποννησιακό στόλο κατά το τρίτο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου και ηττήθηκε στη Ναύπακτο από τον Αθηναίο στρατηγό Φορμίωνα, το 429 π.Χ. Προβλέποντας τη θαλασσοταραχή, ο Φορμίων άφησε τον … Dictionary of Greek