-
1 μονό-ζωνος
-
2 μονόζωνος
μονό-ζωνος, ον,A girt up alone, i. e. journeying alone, Suid., etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονόζωνος
-
3 μονόζωνος
μονό-ζωνος, mit einem Gürtel, μονόζωνοι, leichtbewaffnete Krieger; zum Recognoscieren gebraucht. Auch wie οἰόζωνος, allein, ohne Gefolge
См. также в других словарях:
ομόζωνος — ὁμόζωνος, ον (Α) (για αστέρα) αυτός που βρίσκεται στην ίδια θέση με άλλον στον ουράνιο θόλο («ὁμόζωνα ζῴδια», Βέττ. Βάλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ζωνος (< ζώνη), πρβλ. μονό ζωνος] … Dictionary of Greek
μονόζωνος — μονόζωνος, ον (ΑΜ) (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που φορά μία μόνο ζώνη 2. (για στρατιώτη) αυτός που είναι ελαφρά οπλισμένος αρχ. 1. αυτός που ταξιδεύει μόνος του 2. ακροβολιστής 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «οἵ ἔφοδοι βάρβαροι ἢ ἀπελάται μάχιμοι».… … Dictionary of Greek