-
1 μονόψαφος
1 alone in its verdict οὐδ' Ὑπερμήστρα παρεπλάγχθη, μονόψαφον ἐν κολεῷ κατασχοῖσα ξίφος ( μονόψαφος legisse videtur Σ: she alone of the daughters of Danaos chose not to slay her husband) N. 10.6
См. также в других словарях:
μονόψηφος — μονόψηφος, ον, δωρ. μονόψαφος (Α) 1. αυτός που παίρνει αποφάσεις και ενεργεί μόνος 2. αυτός που γίνεται, που εκτελείται αυτοβούλως, με προσωπική, ανεξάρτητη κρίση και απόφαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ψηφος (< ψῆφος), πρβλ. ισό ψηφος, πολύ… … Dictionary of Greek