Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μονο-στελέχης

См. также в других словарях:

  • ευστελέχης — εὐστελέχης, ες (Α) (για φυτό) με ωραίο στέλεχος, με ωραίο βλαστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στελεχης (< στέλεχος), πρβλ. μονο στελέχης, πολυ στελέχης] …   Dictionary of Greek

  • ισοστελέχης — ο ο κορμός που έχει τα άκρα του ισοπαχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + στελέχης (< στέλεχος), πρβλ. βραχυ στελέχης, μονο στελέχης] …   Dictionary of Greek

  • πολυστελέχης — έλεχες, και πολυστέλεχος, ον, Α (για φυτό) αυτός που έχει πολλά στελέχη, πού αποτελείται από πολλά στελέχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στελέχης (< στέλεχος), πρβλ. μονο στελέχης. Ο τ. πολυστέλεχος έχει σχηματιστεί, κατ εξαίρεση, κατά τα επίθ. σε… …   Dictionary of Greek

  • μονοστελέχης — μονοστελέχης, έλεχες (Α) (για φυτό) αυτός που έχει ένα μόνο στέλεχος, έναν βλαστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + στελέχης (< στέλεχος), πρβλ. πολυ στελέχης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»