-
1 μονο-γενής
μονο-γενής, ές, einzeln, allein geboren, oder einziger Sohn, ion. u. ep. μουνογενής; Hes. O. 378 Th. 426. 448; παῖς, Her. 7, 221; μονογενὲς τέκνον πατρί, Aesch. Ag. 872; μονογενοῦς ἀφ' αἵ. ματος, Eur. Hel. 1701; ϑυγάτηρ, Plat. Critia. 113 d; δίδυμον φυτεύσας τὴν τῶν βασιλέων γένεσιν ἐκ μονογενοῦς, Legg. III, 691 d; Sp. oft. – Bei den Gramm. von einem Geschlecht, Schol. Dion. Gr. p. 944.
-
2 μονογένεια
μονο-γένεια, ἡ, fem. zu μονο-γενής; μουνογένεια heißt Hekate -
3 μονογενής
A the only member of a kin or kind: hence, generally, only, single, , Hdt.7.221, cf. Ev.Jo.1.14, Ant.Lib.32.1; of Hecate, Hes. Th. 426.2 unique, of τὸ ὄν, Parm. 8.4;εἷς ὅδε μ. οὐρανὸς γεγονώς Pl.Ti. 31b
, cf. Procl.Inst.22;θεὸς ὁ μ. Sammelb.4324.15
.3 μ. αἷμα one and the same blood, dub. l. in E. Hel. 1685.4 Gramm., having one form for all genders, A.D.Adv. 145.18.5 name of the foot[pron. full] ¯ ¯ ¯ ?μονογενήςX, Heph.3.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονογενής
-
4 μονογενής
μονο-γενής, ές, einzeln, allein geboren, oder einziger Sohn. Bei den Gramm. von einem Geschlecht -
5 μονογενης
ион. μουνογενής 21) единородный, единственный(παῖς Her.; τέκνον Aesch.; θυγάτηρ Plat.)
2) грам. имеющий одну лишь родовую форму (напр. ἐγώ) -
6 μονογενής
μονογενής, -ής, -έςединородный (о Сыне Божьем, Господе Иисусе Христе):ο μονογενής Υιός ο ων εις τον κόλπον του Πατρός (Ιωάν. 1, 18) — Единородный Сын, сущий в недре Отчем (Ин. 1, 18)
Этим.дргр. < μονο- + -γενης < μόνος + γένος «единственный + род» -
7 μουνογενής
μουνο-γενής, [suff] μουνό-γονος, [suff] μουνό-λιθος, [suff] μουνο-μήτωρ, [suff] μουνο-τόκος, [full] μουνόω, etc., v. μονο-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μουνογενής
См. также в других словарях:
Λητογενής — Λητογενής, δωρ. τ. Λατογενής, ές, θηλ. και Λατογένεια (Α) (ως επίθ. τού Απόλλωνος και τής Αρτέμιδος) αυτός που γεννήθηκε από τη Λητώ («ὦ Λατογένεια κούρα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Λητώ + γενής (< γένος), πρβλ. θεο γενής, μονο γενής] … Dictionary of Greek
ζωογενής — ές (Α ζωογενής, ές) αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από ζώο, ζωώδης, θνητός νεοελλ. αυτός που προέρχεται από ζώο (α. «ζωογενείς ύλες» β. «ζωογενή μικρόβια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + γενής (< γένος), πρβλ. μονο γενής, ομο γενής] … Dictionary of Greek
ιδιογενής — ἰδιογενής, ές (Α) αυτός που έχει γεννηθεί από γονείς τού ίδιου γένους (όχι όπως π. χ. ο ημίονος από όνο και φοράδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + γενης (< γένος), πρβλ. ενδο γενής, μονο γενής] … Dictionary of Greek
νεκρογενής — ές αυτός που γεννήθηκε νεκρός, νεκρογέννητος, θνησιγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + γενής (< γένος), πρβλ. θαλασσο γενής, μονο γενής. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
ομογενής — ές (ΑΜ ὁμογενής, ές) 1. αυτός που προέρχεται από το ίδιο γένος, την ίδια φυλή ή την ίδια οικογένεια, αυτός που έχει κοινή καταγωγή με άλλον, ομοεθνής 2. αυτός που έχει τα ίδια γενικά χαρακτηριστικά με άλλον νεοελλ. 1. ομοιογενής, ομοιόμορφος 2.… … Dictionary of Greek
πολυγενής — ές, Α αυτός που ανήκει σε πολλά γένη («πολυγενῆ τὸν Δία προσηγόρευσεν», παπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γενής (< γένος), πρβλ. μονο γενής, ομο γενής] … Dictionary of Greek
μονογενής — ές (ΑΜ μονογενής, Α ιων. τ. μουνογενής, ές, Μ θηλ. και μονογενή) 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που δεν έχει αδέλφια, μοναχοπαίδι (α. «μουνογενὴς δὲ πάϊς οἶκον πατρώϊον εἴη φερβέμεν», Ησίοδ. β. «ὅτι μὴ πεπίστευκεν εἰς τὸ ὄνομα τοῡ μονογενοῡς… … Dictionary of Greek
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek
ευγενής — ές (ΑΜ εὐγενής, ές, Α εὐηγενής, ὲς και ἠϋγενής, ές) 1. αυτός που κατάγεται από καλή, αρχοντική γενιά 2. (για ζώα) αυτός που προέρχεται από καλή ράτσα («εὐγενὴς λέων», Αισχύλ.) 3. (για φυτά) εκλεκτής ποιότητας («εὐγενεῑς κλάδοι», Αιλ.) 4. φρ.… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
πρωτογενής — Ζωγράφος και γλύπτης που έζησε στο τέλος του 4ου αι. π.Χ. Ο Πλίνιος τον αναφέρει ως σύγχρονο του Απελλή και του Αριστείδη. Καταγόταν από φτωχή ροδιακή οικογένεια και γεννήθηκε στην Καύνο της Καρίας. Εργάστηκε τόσο στη Ρόδο, όσο και στην Αθήνα. Ο… … Dictionary of Greek