Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μονούατος

См. также в других словарях:

  • μονούατος — μονούατος, ον (Α) (για λαγήνι) μόνωτος*, αυτός που έχει μία μόνο λαβή, ένα χερούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ούατος (< οὖς «αφτί»), πρβλ. δολιχ ούατος, χρυσ ούατος] …   Dictionary of Greek

  • μονούατε — μονούατος one eared masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»