-
1 μονοφαλαγγία
μονοφαλαγγίᾱ, μονοφαλαγγίαarmy marching in one phalanx: fem nom /voc /acc dualμονοφαλαγγίᾱ, μονοφαλαγγίαarmy marching in one phalanx: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————μονοφαλαγγίᾱͅ, μονοφαλαγγίαarmy marching in one phalanx: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 μονοφαλαγγίᾳ
Βλ. λ. μονοφαλαγγία -
3 μονοφαλαγγία
μονο-φᾰλαγγία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονοφαλαγγία
См. также в других словарях:
μονοφαλαγγία — μονοφαλαγγίᾱ , μονοφαλαγγία army marching in one phalanx fem nom/voc/acc dual μονοφαλαγγίᾱ , μονοφαλαγγία army marching in one phalanx fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοφαλαγγίᾳ — μονοφαλαγγίᾱͅ , μονοφαλαγγία army marching in one phalanx fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοφαλαγγία — η (Α μονοφαλαυγία) νεοελλ. ναυτ. σχηματισμός τής παλαιάς ναυτικής τακτικής κατά τον οποίο τα πλοία έπλεαν σε μία φάλαγγα, σε μία στήλη αρχ. μία μόνη φάλαγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + φαλαγγία (< φάλαγγος < φάλαγξ, γγος)] … Dictionary of Greek
Агмен — • Agmen, маршевое, походное построение войска. У греков расчленение на отдельные отряды, лежавшее в основе боевого построения, сохранялось и в походе. Движение совершалось или одной, или несколькими колоннами (πορεία μονοφαλαγγία, διφαλαγγία и … Реальный словарь классических древностей
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek