Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μονοσυλλαβίᾳ

См. также в других словарях:

  • μονοσυλλαβία — μονοσυλλαβίᾱ , μονοσυλλαβία being monosyllabic fem nom/voc/acc dual μονοσυλλαβίᾱ , μονοσυλλαβία being monosyllabic fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοσυλλαβίᾳ — μονοσυλλαβίᾱͅ , μονοσυλλαβία being monosyllabic fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοσυλλαβία — μονοσυλλαβία, ἡ (ΑΜ) [μονοσύλλαβος] το να αποτελείται μία λέξη από μια μόνο συλλαβή …   Dictionary of Greek

  • μονοσυλλαβίας — μονοσυλλαβίᾱς , μονοσυλλαβία being monosyllabic fem acc pl μονοσυλλαβίᾱς , μονοσυλλαβία being monosyllabic fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοσυλλαβίαν — μονοσυλλαβίᾱν , μονοσυλλαβία being monosyllabic fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»