-
1 μονοσυλλαβία
μονοσυλλαβίᾱ, μονοσυλλαβίαbeing monosyllabic: fem nom /voc /acc dualμονοσυλλαβίᾱ, μονοσυλλαβίαbeing monosyllabic: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————μονοσυλλαβίᾱͅ, μονοσυλλαβίαbeing monosyllabic: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 μονοσυλλαβίᾳ
Βλ. λ. μονοσυλλαβία -
3 μονοσυλλαβία
μονο-συλλᾰβία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονοσυλλαβία
-
4 μονοσυλλαβίας
μονοσυλλαβίᾱς, μονοσυλλαβίαbeing monosyllabic: fem acc plμονοσυλλαβίᾱς, μονοσυλλαβίαbeing monosyllabic: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 μονοσυλλαβίαν
μονοσυλλαβίᾱν, μονοσυλλαβίαbeing monosyllabic: fem acc sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
μονοσυλλαβία — μονοσυλλαβίᾱ , μονοσυλλαβία being monosyllabic fem nom/voc/acc dual μονοσυλλαβίᾱ , μονοσυλλαβία being monosyllabic fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοσυλλαβίᾳ — μονοσυλλαβίᾱͅ , μονοσυλλαβία being monosyllabic fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοσυλλαβία — μονοσυλλαβία, ἡ (ΑΜ) [μονοσύλλαβος] το να αποτελείται μία λέξη από μια μόνο συλλαβή … Dictionary of Greek
μονοσυλλαβίας — μονοσυλλαβίᾱς , μονοσυλλαβία being monosyllabic fem acc pl μονοσυλλαβίᾱς , μονοσυλλαβία being monosyllabic fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοσυλλαβίαν — μονοσυλλαβίᾱν , μονοσυλλαβία being monosyllabic fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)