-
1 μονοσάνδαλος
-
2 μονο-κρήπῑς
μονο-κρήπῑς, ῑδος, ὁ, mit einem Schuhe; Pind. P. 4, 75, vgl. μονοσάνδαλος. Auch Λυκοῦργος, Ep. ad. 297 ( Plan. 127), wo Jacobs zu vergleichen.
См. также в других словарях:
μονοσάνδαλος — with but one sandal masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοσάνδαλος — και μονοσάνταλος, η, ο (Α μονοσάνδαλος, ον) αυτός που φορά ένα μόνο σανδάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σανδάλι(ον) (πρβλ. χρυσο σάνδαλος)] … Dictionary of Greek
μονοσάνδαλον — μονοσάνδαλος with but one sandal masc/fem acc sg μονοσάνδαλος with but one sandal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АРГОНАВТЫ — • Argonautae, Άργοναυ̃ται, герои, совершившие поход на корабле Арго. Фрикс (см. Athamas, Афамант), дружелюбно принятый в Айе царем чародеем Айетом, сыном Гелия и Персеиды, супругом океаниды Идийи, братом волшебницы Цирцеи, принес в… … Реальный словарь классических древностей
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονοκρήπις — μονοκρήπις, ιδος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ένα μόνο σανδάλι, μονοσάνδαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κρηπίς, ίδος «είδος υποδήματος» (πρβλ. θεο κρήπις)] … Dictionary of Greek
μονοπέδιλος — η, ο (Α μονοπέδιλος, ον) αυτός που φορά μόνο ένα πέδιλο, μονοσάνδαλος («κι ευρέθην μονοπέδιλος την ώραν οπού είχε γίνει άφαντον το ζώον», Παπαδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πέδιλον] … Dictionary of Greek
οιοπέδιλος — οἰοπέδιλος, ον (Α) αυτός που φορά ένα πέδιλο μόνον, μονοσάνδαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + πέδιλον (πρβλ. μονο πέδιλος)] … Dictionary of Greek