-
1 монополистический
-
2 монополистический
επ.μονοπωλιακός•монополистический капитал μονοπωλιακό κεφάλαιο•
монополистический капитализм μονοπωλιακός καπιταλισμός.
-
3 капитализм
капитализмм ἡ κεφαλαιοκρατία, ὁ καπιταλισμός:монополистический \капитализм μονοπωλιακός καπιταλισμός. -
4 монополистический
монопол||исти́ческийприл μονοπωλιακός. -
5 монополистический
[μαναπαλιστίτσισκιΐ] εκ. μονοπωλιακός -
6 монополистический
[μαναπαλιστίτσισκιϊ] επ μονοπωλιακός -
7 капитализм
-а α.καπιταλισμός, κεφαλαιοκματία•монополистический капитализм μονοπωλιακός χαπιταλισμός.
-
8 монополистский
επ.μονοπωλιακός. -
9 монопольный
επ.μονοπωλιακός.
См. также в других словарях:
μονοπωλιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μονοπώλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονοπώλιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
μονοπωλιακός, -ή — ό ο σχετικός με το μονοπώλιο: Μονοπωλιακή κατανάλωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρατικομονοπωλιακός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στο κράτος και στα μονοπώλια ή σχετίζεται με το κράτος και τα μονοπώλια 2. φρ. (οικον.) «κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός» στάδιο καπιταλιστικής εξέλιξης που χαρακτηρίζεται από την ανάδειξη τού κράτους σε σημαντική… … Dictionary of Greek
μονοπώλιο — Οικονομικός όρος που χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς, όπου όλη η προσφορά ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας είναι συγκεντρωμένη στα χέρια ενός μόνο υποκειμένου, του μονοπωλητή. Για να χαρακτηριστεί μια αγορά ως μονοπωλιακή θα πρέπει η επιχείρηση … Dictionary of Greek