-
1 μονομαχία
μονομαχίᾱ, μονομαχίαsingle combat: fem nom /voc /acc dualμονομαχίᾱ, μονομαχίαsingle combat: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————μονομαχίαι, μονομαχίαsingle combat: fem nom /voc plμονομαχίᾱͅ, μονομαχίαsingle combat: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 μονομαχια
-
3 μονομαχίᾳ
Βλ. λ. μονομαχία -
4 μονομαχία
η1) единоборство; 2) поединок; дуэль -
5 μονομάχια
μονομάχιονneut nom /voc /acc pl -
6 μονομαχία
[мономахиа] ουσ θ единоборство, поединок, дуэль. -
7 μονομαχία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονομαχία
-
8 μονομαχία
μονο-μαχία, ἡ, Einzelkampf, Zweikampf -
9 μονομαχία
duelΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μονομαχία
-
10 μονομαχίας
μονομαχίᾱς, μονομαχίαsingle combat: fem acc plμονομαχίᾱς, μονομαχίαsingle combat: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 μονομαχίαι
μονομαχίαsingle combat: fem nom /voc plμονομαχίᾱͅ, μονομαχίαsingle combat: fem dat sg (attic doric aeolic) -
12 μονομαχίαν
μονομαχίᾱν, μονομαχίαsingle combat: fem acc sg (attic doric aeolic) -
13 μονομαχίαις
μονομαχίαsingle combat: fem dat pl -
14 μουνομαχίη
μονομαχίαsingle combat: fem nom /voc sg (epic ionic) -
15 μουνομαχίην
μονομαχίαsingle combat: fem acc sg (epic ionic) -
16 μουνομαχίης
μονομαχίαsingle combat: fem gen sg (epic ionic) -
17 μονομαχιον
-
18 μονο-μάχιον
μονο-μάχιον, τό, bei Her. 6, 92 v. l. für μονομαχία, u. Sp., wie Luc. Mer. Dial. 13. – Auch = μονομαχοτροφεῖον, vgl. Lob. Phryn. 518.
-
19 μον-ᾱθλία
-
20 προκαλώ
(ε) (αόρ. προ(ε)κάλεσα) μετ.1) вызывать, возбуждать;προκαλώ όρεξη (απέχθεια) — вызывать аппетит (отвращение);
προκαλώ ενδιαφέρον (θαυμασμό, καυγά) — вызывать интерес (восхищение, ссору);
2) вызывать (на бой и т. п.);προκαλώ σε μονομαχία — вызывать на дуэль;
3) вызывать, провоцировать (на что-л.);4) причинять;προκαλώ ζημία — причинять вред
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μονομαχία — μονομαχίᾱ , μονομαχία single combat fem nom/voc/acc dual μονομαχίᾱ , μονομαχία single combat fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονομαχίᾳ — μονομαχίαι , μονομαχία single combat fem nom/voc pl μονομαχίᾱͅ , μονομαχία single combat fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονομαχία — Αγώνας ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, σύμφωνα με ορισμένους συμφωνημένους κανόνες, και με ισοδύναμα όπλα, προς επανόρθωση προσβολής ή προς επίλυση διαφοράς. Κατά τον Μεσαίωνα, τη μ. μπορούσε να την επιβάλει ο δικαστής ως μέσο απόδειξης. Απαγορεύτηκε από … Dictionary of Greek
μονομαχία — η 1. αναμέτρηση ανάμεσα σε δύο άτομα ή δύο ομάδες: Έγινε μονομαχία ανάμεσα σε δύο πολεμικά αεροπλάνα. 2. ένοπλη σύγκρουση που γινόταν ύστερα από κοινή συμφωνία μπροστά σε μάρτυρες: Οι ευγενείς έλυναν τις διαφορές τους με μονομαχίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μονομάχια — μονομάχιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονομαχίας — μονομαχίᾱς , μονομαχία single combat fem acc pl μονομαχίᾱς , μονομαχία single combat fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονομαχίαι — μονομαχία single combat fem nom/voc pl μονομαχίᾱͅ , μονομαχία single combat fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονομαχίαν — μονομαχίᾱν , μονομαχία single combat fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονομαχιῶν — μονομαχία single combat fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονομαχίαις — μονομαχία single combat fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουνομαχίη — μονομαχία single combat fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)