-
1 μονοημέρους
μονοήμεροςin one day: masc /fem acc pl -
2 μονοήμερος
μονο-ήμερος, ον,A = μονήμερος, in one day, Batr.303.II curing in one day, of remedies, Gal.12.712, al., Aët.7.103; requiring one day, of alchemical operations, Zos. Alch.p.140 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονοήμερος
См. также в других словарях:
μονοημέρους — μονοήμερος in one day masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοήμερος — και μονήμερος, η, ο (ΑΜ μονοήμερος και μονήμερος, ον) αυτός που διαρκεί μία ημέρα ή αυτός που ζει μία ημέρα μσν. (για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε απόσταση μιας ημέρας αρχ. 1. αυτός που απαιτεί μία μέρα 2. αυτός που παραμένει για μία ημέρα 3.… … Dictionary of Greek