Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μονοημέρους

См. также в других словарях:

  • μονοημέρους — μονοήμερος in one day masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοήμερος — και μονήμερος, η, ο (ΑΜ μονοήμερος και μονήμερος, ον) αυτός που διαρκεί μία ημέρα ή αυτός που ζει μία ημέρα μσν. (για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε απόσταση μιας ημέρας αρχ. 1. αυτός που απαιτεί μία μέρα 2. αυτός που παραμένει για μία ημέρα 3.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»