-
1 μοναστής
μοναστής, ὁ, der einsam Lebende, Mönch, K. S.
-
2 μοναστής
μοναστής, ὁ, der einsam Lebende, Mönch -
3 μοναστής
ο, μονάστρια η1) монах, -иня; 2) пустынни|к, -ца, отшельни|к, -ца -
4 μονάστρια
-
5 бука
-и α. κ. θ.1. ξωτικό, φάντασμα (ως φόβητρο των παιδιών)•не плачь бука тебя возьмет μην κλαις, θα σε πάρει το ξωτικό.
2. μοναστής, μοναξιώτης• κατσούφης, κατηφής.εκφρ.смотреть -ой – κοιτάζω σκυθρωπά. -
6 инок
-а α.παλ. μοναχός, καλόγερος, μοναστής. -
7 келейник
-а α.θεράποντας ηγουμένου, αρχιερέας, ιερομόναχος. || μοναστής, ερημίτης. -
8 отшельник
-а α.-ца, -ы θ.1. μοναστής, αναχωρητής, ασκητής, ησυχαστής.2. μτφ. ερημίτης.
См. также в других словарях:
μοναστής — ο θηλ. μονάστρια (ΑΜ μοναστής) [μονάζω] μοναχός, καλόγερος, ερημίτης … Dictionary of Greek
μοναστής — ο θηλ. άστρια ο μοναχός, ο καλόγερος, ο ερημίτης: Οι μονάστριες φορούν στο κεφάλι μαύρα μαντίλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Монашество — (монахи, монастыри от греческих сл. μόνος один, одинокий, μονάζειν быть одному, жить уединенно, μοναχός, μοναστής живущий уединенно, μοναστήριον уединенное жилище) значит первоначально уединенное, одинокое житье. Это название применяется, однако … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Монашество — Эта статья или раздел нуждается в переработке. декабрь 2006 Пожалуйста, улучшите статью в соответствии с правилами написания статей … Википедия
Иночество — Монашество (монахи, монастыри от греч. μόνος один, одинокий, μονάζειν быть одному, жить уединённо, μοναχός, μοναστής живущий уединённо … Википедия
Монахи — Монашество (монахи, монастыри от греч. μόνος один, одинокий, μονάζειν быть одному, жить уединённо, μοναχός, μοναστής живущий уединённо … Википедия
Черное духовенство — Монашество (монахи, монастыри от греч. μόνος один, одинокий, μονάζειν быть одному, жить уединённо, μοναχός, μοναστής живущий уединённо … Википедия
Чёрное духовенство — Монашество (монахи, монастыри от греч. μόνος один, одинокий, μονάζειν быть одному, жить уединённо, μοναχός, μοναστής живущий уединённо … Википедия
μονάστρια — η ΑΜ μονάστρια) βλ. μοναστής … Dictionary of Greek
μοναστικός — ή, ό (ΑΜ μοναστικός, ή, όν) [μοναστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μοναστή ή αυτός που αρμόζει σε μοναχό, ο καλογερικός («η πυκνή μοναστική πόλη ξύπνησεν από τη νάρκη τού μεσημεριού», Παπαντ.) αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μοναστικά ζωή… … Dictionary of Greek
μοναχός — ή, ό και μονάχος, η, ο (ΑΜ μοναχός, ή, όν, Μ και μονάχος, η, ον και μοναχός και αμοναχός, ή, όν) 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο μοναχός, η μοναχή αυτός που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και έχει αφιερωθεί στη λατρεία τού Θεού σε μονή, μοναστής,… … Dictionary of Greek