-
1 μονάγκων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονάγκων
-
2 μονάγκωνα
μονάγκωνone-armed: masc acc sg -
3 μονάγκωνες
μονάγκωνone-armed: masc nom /voc pl -
4 μονάγκωνος
μονάγκωνone-armed: masc gen sg -
5 ὄναγρος
ὄναγρος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὄναγρος
См. также в других словарях:
μονάγκων — μονάγκων, ωνος, ὁ (Α) είδος πολεμικής μηχανής η οποία είχε έναν μόνο κινητό αγκώνα, δηλ. έναν μόνον βλητικό κινούμενο μοχλό, ο οποίος στηριζόταν πάνω σε κάθετο στήριγμα και χρησίμευε στην εξακόντιση λίθων ή και εμπρηστικών υλών. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
μονάγκωνα — μονάγκων one armed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονάγκωνες — μονάγκων one armed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονάγκωνος — μονάγκων one armed masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek