-
1 μολιβαχθης
См. также в других словарях:
νουσαχθής — νουσαχθής, ές (Α) (ποιητ. τ.) βαριά άρρωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος + αχθής (< ἄχθος «βάρος, φορτίο»), πρβλ. μολιβ αχθής οιν αχθής] … Dictionary of Greek
1 μολιβαχθης
νουσαχθής — νουσαχθής, ές (Α) (ποιητ. τ.) βαριά άρρωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος + αχθής (< ἄχθος «βάρος, φορτίο»), πρβλ. μολιβ αχθής οιν αχθής] … Dictionary of Greek