-
1 заражать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заражать
-
2 заразить
-ражу, -разишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зараженный, βρ: -жен, -жена, -жено ρ.σ. ц.1. μολύνω, μιαίνω•заразить гриппом μολύνω με γρίπη.
|| μολύνω την ατμόσφαιρα.2. μτφ. μεταδίνω, εμπνέω, εμφυσώ•заразить страхом μεταδίνω το φόβο•
заразить примером μεταδίνω το κακό παράδειγμα.
|| διαδίδω, ξαπλώνω, αγκαλιάζω.1. μολύνομαι•заразить оспой μολύνομαι από ευλογιά.
2. επηρεάζομαι•заразить суеверием μολύνομαι από δεισιδαιμονία.
-
3 заразить
-
4 заражать
зараж||атьнесов1. μολύνω, μεταδίδω ἀρρώστεια:\заражать воздух μολύνω τόν ἀέρα·2. перен ἐμπνέω, ἐπηρεάζω, παρασέρνω:\заражать примером δίνω τό παράδειγμα· \заражать мужеством ἐμπνέω ἡρωισμό. -
5 осквернить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осквернённый, βρ: -нён, нени, -нено.1. μολύνω, μιαίνω, ρυπαίνω•осквернить пишу μολύνω την τροφή.
2. βεβηλώνω•осквернить храм βεβηλώνω το ναό.
1. μολύνομαι, μιαίνομαι, ρυπαίνομαι.2. βεβηλώνομαι• κηλιδώνομαι. -
6 атмосфера
η ατμόσφαιραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > атмосфера
-
7 загрязнять
ρυπαίνω, μολύνω, λερώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > загрязнять
-
8 осквернять
оскверн||ятьнесов βεβηλώ, μιαίνω, μολύνω. -
9 заражать
[ζαραζάτ'] ρ. μολύνω, μεταδίδω αρρώστεια -
10 заражать
[ζαραζάτ'] ρ μολύνω, μεταδίδω αρρώστεια -
11 загадить
-гажу, -гадишь, παθ. μτχ. παρλθ. загаженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.1. μιαίνω, μολύνω, βρωμίζω• λερώνω.2. μτφ. περιυβρίζω, βρίζω χυδαία, περιλούζω. -
12 испоганить
-
13 кощунствовать
-ствую, -ствуешь ρ.δ.1. βεβηλώνω, μιαίνω, μολύνω τα ιερά.2. ασεβώ. -
14 обмирщить
-щу, -щишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обмирщённый, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ.παλ. μαγαρίζω, μολύνω (δίνοντας κάτι για χρήση σε αλλόθρησκο)•обмирщить посуду μαγαρίζω το αγγείο.
αποκτώ σχέσεις ή συνήθειες άλλο θρησκευτικές. -
15 опоганить
ρ.σ.μ. μολύνω, μιαίνω, μαγαρίζω, ρυπαίνω•собака -ла миску το σκυλί μαγάρισε την πιατέλα.
μολύνομαι, μιαίνομαι, ρυπαίνομαι. -
16 перезаразить
-ражу, -разишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перезараженный, βρ: -жен, -жена, -женоρ.σ.μ. μολύνω όλους, πολλούς. -
17 профанировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.μ. βεβηλώνω, μιαίνω, μολύνω• ασεβώ, ιεροσυλώ.βεβηλώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
18 разнести
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разнесённый, βρ: -сён, -сена, -сено.1. φέρω, κομίζω• διανέμω•разнести письма и газеты по квартирам διανέμω γράμματα και εφημερίδες στα διαμερίσματα.
|| δίνω, προσφέρω, κερνώ.2. καταχωρώ, καταγράφω.3. παρασύρω, σκορπίζω•ветер -с облака ο άνεμος σκόρπισε τα σύννεφα.
|| (δια)χωρίζω.4. μτφ. μεταδίνω•разнести заразу μεταδίνω μόλυνση, μολύνω.
5. μτφ. δια-δίνω, διασπείρω• κοινολογώ.6. κατασχίζω-κατατεμαχίζω, κατακομματιάζω, διαμελίζω, σπάζω.7. μτφ. μαλώνω, κατσαδιάζω• βρίζω, εξυβρίζω.8. απρόσ. παχύνω, χοντραίνω, φουσκώνω.1. διαδίδομαι• πετώ (για φήμη, είδηση κ.τ.τ.).2. (για ήχο) ακούομαι, ηχώ.3. παίρνω μεγάλη φόρα.
См. также в других словарях:
μολύνω — μολύνω, μόλυνα βλ. πίν. 48 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μολυνῶ — μολύνω stain fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολύνω — (ΑΜ μολύνω) 1. ρυπαίνω, σπιλώνω, κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω («πηλῷ μολύνοντες... καὶ ξηραίνοντες ἑαυτούς», Αριστοτ.) 2. μτφ. διαφθείρω κάποιον ηθικά ή πνευματικά, εξαχρειώνω, εκφαυλίζω («ἡ συνείδησις αὐτῶν ἀσθενὴς οὖσα μολύνεται», ΚΔ) 3. (για ιερά … Dictionary of Greek
μολύνω — μολύ̱νω , μολύνω stain aor subj act 1st sg μολύ̱νω , μολύνω stain pres subj act 1st sg μολύ̱νω , μολύνω stain pres ind act 1st sg μολύ̱νω , μολύνω stain aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολύνω — μόλυνα, μολύνθηκα, μολυσμένος 1. λερώνω, βρομίζω: Μόλυνε το πάτωμα με ακαθαρσίες. 2. μεταδίνω νοσογόνα μικρόβια σε κάποιον: Μολυσμένος αέρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεμολυμμένα — μολύνω stain perf part mp neut nom/voc/acc pl μεμολυμμένᾱ , μολύνω stain perf part mp fem nom/voc/acc dual μεμολυμμένᾱ , μολύνω stain perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμολυσμένα — μολύνω stain perf part mp neut nom/voc/acc pl μεμολυσμένᾱ , μολύνω stain perf part mp fem nom/voc/acc dual μεμολυσμένᾱ , μολύνω stain perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμόλυνται — μολύνω stain perf ind mp 3rd sg μολύνω stain perf ind mp 3rd pl (epic ionic) μολύνω stain perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμολυμμέναι — μολύνω stain perf part mp fem nom/voc pl μεμολυμμένᾱͅ , μολύνω stain perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμολυμμένον — μολύνω stain perf part mp masc acc sg μολύνω stain perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμολυσμέναι — μολύνω stain perf part mp fem nom/voc pl μεμολυσμένᾱͅ , μολύνω stain perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)