-
1 μολύβδινος
μολύβδινος, bleiern; σηκώματα, Pol. 8, 7, 9; κανών, Bleiloth, Arist. Eth. 5, 10 u. Sp.
-
2 μολύβδινος
μολύβδινος, bleiern; κανών, Bleilot -
3 μολίβδινος
μολίβδινος n. ä., s. μολυβδικός, μολύβδινος u. ä.
См. также в других словарях:
μολύβδινος — leaden masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολύβδινος — η, ο (ΑΜ μολύβδινος, ίνη, ον, Α και μολίβδινος και μολύβινος, ίνη, ον, Μ και μολίβινος, ίνη, ον) [μόλυβδος] αυτός που έχει κατασκευαστεί από μόλυβδο ή συνίσταται από μόλυβδο, μολυβένιος, μολυβωτός («μολύβδινον ὑποδημάτιον», Ιππκρ.) νεοελλ. φρ.… … Dictionary of Greek
μολύβδινος — η, ο ο μολυβένιος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μολυβδίνων — μολύβδινος leaden fem gen pl μολύβδινος leaden masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολύβδινον — μολύβδινος leaden masc acc sg μολύβδινος leaden neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολυβδίναις — μολύβδινος leaden fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολυβδίνη — μολύβδινος leaden fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολυβδίνην — μολύβδινος leaden fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολυβδίνης — μολύβδινος leaden fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολυβδίνοις — μολύβδινος leaden masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολυβδίνου — μολύβδινος leaden masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)