Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μολονότι

  • 1 μολονότι

    σόνδ. хотя, несмотря на то, что...; вопреки тому, что...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μολονότι

  • 2 μολονότι

    si be', encara que..

    Griechisch-Katalanisch Wörterbuch > μολονότι

  • 3 μολονότι...

    tot i que...

    Griechisch-Katalanisch Wörterbuch > μολονότι...

  • 4 μολονότι

    иако

    Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > μολονότι

  • 5 μολονότι

    though

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μολονότι

  • 6 μολονότι είναι...

    tot i ser...

    Griechisch-Katalanisch Wörterbuch > μολονότι είναι...

  • 7 though

    μολονότι

    English-Greek new dictionary > though

  • 8 karşın

    μολονότι, παρά

    Türkçe-Yunanca Sözlük > karşın

  • 9 хотя

    хотя 1) см. хоть 2) (однако) μολονότι ◇ хотя бы.. έστω
    * * *
    1) см. хоть
    2) ( однако) μολονότι
    ••

    хотя́ бы... — έστω

    Русско-греческий словарь > хотя

  • 10 даром

    даром
    нареч
    1. δωρεάν, τζάμπα, χάρισμα:
    я купил это совершенно \даром τ' ἀγόρασα πάμφθηνα, τ' ἀγόρασα τζάμπα·
    2. (напрасно) μάταια, είς μάτην, του κάκου/ ἄδικα, ἀσκοπα [-ως] (бесцельно, зря):
    терять \даром время χάνω ἀδικα τόν καιρό μου· он не \даром сказал это δέν τό είπε τυχαία, δέν τό είπε στον ἀέρα· не \даром говорят... καλά λένε πώς... · ◊ это ему \даром не пройдет αὐτό θά τό πληρώσεί \даром что... ἀν καί..., μολονότι...

    Русско-новогреческий словарь > даром

  • 11 пусть

    пусть
    1. частица ᾶς, ἔστω:
    \пусть бу́дет так ἄς εἶναι ἔτσι, ἔστω· \пусть придет как можно скорее ἄς ἔλθει ὅσο τό δυνατόν γρηγορώτερα· \пусть говорит ἄς μιλήσει· \пусть» так ἔστω, ἄς εἶναι, πολύ καλά, σύμφωνος·
    2. союз ἄν, ἔστω, μολονότι:
    \пусть трудно, но я справлюсь с этим ἄν καί εἶναι δύσκολο, ἐγώ ὅμως θά τά καταφέρω

    Русско-новогреческий словарь > пусть

  • 12 хоть

    хоть
    1. союз (даже, если, несмотря на то, что) ἄν καί, μολονότι, ἔστω καί, ἀκόμα καί:
    \хоть и поздно, я все же приду́ ἄν καί εἶναι ἀργά θά ἔρθω· \хоть видит о́ко, да зуб неймет посл. δέν εἶναι γιά τά δόντια μας·
    2. союз (можно, впору):
    \хоть отбавляй δσο θέλεις· \хоть умри δτι καί νά κάνεις· темно́, \хоть глаз выколи εἶναι σκοτάδι πίσσα· \хоть убей не помню μού εἶναι ἀδύνατο νά θυμηθώ·
    3. частица (даже) ἀκόμα καί, ἔστω καί:
    \хоть сеи́час ἄν θέλεις καί τώρα ἀκόμά вы можете остаться здесь \хоть на месяц μπορείτε νά μείνετε ἐδῶ ἀκόμα καί ἕνα μήνα·
    4. частица (по крайней мере) τουλαχιστο[ν]:
    вы бы \хоть о других подумали δέν σκεφθήκατε τουλάχιστον τους ἄλλους· 5.:
    \хоть бы τουλάχιστο νά...· \хоть бы он пришел поскорей! ἄς ἐρχότανε τουλάχιστο γρη-γορώτερα!· \хоть бы лето пришло поскорее νά ἐρχόντανε τουλάχιστο γρήγορα τό καλοκαίρι· он парень \хоть куда! εἶναι παιδί ἀπ' τά λίγα!

    Русско-новогреческий словарь > хоть

  • 13 хотя

    хотя
    союз
    1. ἄν καί, καίτοι, μ' ὅλο πού, μ' ὅλον ὅτι:
    я приду́ \хотя мне и некогда... ἄν καί δέν ἔχω καιρό ὅμως θά §ρθω...·
    2. (однако, но) μολονότι· ◊ \хотя бы а) (даже если) καί ἄν ἀκόμα· я сделаю эту работу сегодня, \хотя бы мне пришлось просидеть ночь θά τελειώσω σήμερα αὐτή τή δουλειά ἀκόμα κι ἄν χρειαστεί νά κάτσω ὅλη τήν νύχτα· б) (хорошо бы) τουλάχιστο[ν]:
    ты \хотя бы пошли погуляла νά πήγαινες τουλάχιστον νά κάνεις περίπατο· \хотя бы по одному́ тому́... ἄν ὄχι γιά τίποτε ἀλλο (τουλάχιστο) ἐπειδή...· это ви́дно \хотя бы из следующего факта αὐτό φαίνεται καί ἀπό τό ἐξής γεγονός.

    Русско-новогреческий словарь > хотя

  • 14 although

    [o:l'ðəu]
    (in spite of the fact that: Although he hurried, the shop was closed when he got there.) μολονότι, αν και

    English-Greek dictionary > although

  • 15 though

    [ðəu] 1. conjunction
    ((rare abbreviation tho') despite the fact that; although: He went out, (even) though it was raining.) αν και μολονότι
    2. adverb
    (however: I wish I hadn't done it, though.) παρ' όλα αυτά

    English-Greek dictionary > though

  • 16 while

    1. conjunction
    1) (during the time that: I saw him while I was out walking.) ενώ
    2) (although: While I sympathize, I can't really do very much to help.) αν και, μολονότι
    2. noun
    (a space of time: It took me quite a while; It's a long while since we saw her.) χρονικό διάστημα
    - worth one's while

    English-Greek dictionary > while

  • 17 несмотря

    [νισματργιά] χρόθ. παρά, παρ’όλο που, αν και, μολονότι

    Русско-греческий новый словарь > несмотря

  • 18 хоть

    [χότ*] σύνδ. αν και, μολονότι, έστω και, ακόμα και

    Русско-греческий новый словарь > хоть

  • 19 хотя

    [χατγιά] σύνδ. αν και, με όλο που, μολονότι

    Русско-греческий новый словарь > хотя

  • 20 несмотря

    [νισματργιά] χρόθ. παρά, παρ’όλο που, αν και, μολονότι

    Русско-эллинский словарь > несмотря

См. также в других словарях:

  • μολονότι — σύνδ. αντιθετ., παρόλο που: Δε μου επέστρεψε τα λεφτά μολονότι του το ζήτησα τόσες φορές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μολονότι — (σύνδ. εναντιωματικός) καίτοι, αν και, εντούτοις, μολαταύτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. μὲ ὅλον ὅτι] …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»