-
1 κόλαβρος
κόλαβρος, ὁ, ein Gesang, nach dem der Waffentanz κολαβρισμός getanzt wurde, Ath. XV, 697 b, vgl. IV, 164 e. – Nach Suid. das Ferkel. Vgl. μολοβρία.
См. также в других словарях:
μολόβρια — μολόβριον the young of the wild swine neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολόβριον — και, κατά τον Αριστοφ. Βυζάντ., κολόβριον, τὸ (Α) [μολοβρός] 1. το νεογνό τού αγριοχοίρου 2. (κατά τον Ησύχ.) «μολόβρια τὰ τῶν ἀγρίων θηρία τέκνα οὕτω καλεῑται … Dictionary of Greek