-
1 молдавский
-
2 молдавский
[μαλντάβσκιΐ] εκ. μολδαβικός -
3 молдавский
[μαλντάβσκιϊ] επ μολδαβικός -
4 молдаванский
επ.μολδάβικος. -
5 молдавский
επ.μολδάβικος. -
6 молдовеняска
-и θ.μολδάβικος χορός καθώς και η μουσική του.
См. также в других словарях:
μολδαβικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μολδαβία ή στους Μολδαβούς … Dictionary of Greek