См. также в других словарях:
μολίσκω — (Α) βλώσκω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μολ τού ἔ μολ ον, αόρ. β τού βλώσκω + θαμιστ. επίθημα ίσκω (πρβλ. κλη ίσκω)] … Dictionary of Greek
μολίσκω — (Α) βλώσκω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μολ τού ἔ μολ ον, αόρ. β τού βλώσκω + θαμιστ. επίθημα ίσκω (πρβλ. κλη ίσκω)] … Dictionary of Greek