-
1 μοιχ-άγριον
μοιχ-άγριον, τό, die Strafe, welche der ertappte Ehebrecher erlegen muß, gew. im plur., Od. 8, 332, μοιχάγρι' ὀφέλλει.
-
2 μοιχάγρια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοιχάγρια
-
3 μοιχάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοιχάζω
-
4 μοίχαινα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοίχαινα
-
5 μοιχαίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοιχαίνω
-
6 μοιχαλίς
A ), ἡ, = μοιχάς, Ep.Rom. 7.3, Hld.8.9, Cat.Cod.Astr.8(1).264, etc.; in religious sense, unfaithful to God, Ep.Jac.4.4: so as Adj., adulterous,γενεά Ev.Matt.12.39
, etc.II = μοιχεία, 2 Ep.Pet.2.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοιχαλίς
-
7 μοιχαλώσια
μοιχ-ᾰλώσια, τά,A = μοιχάγρια, Sch.Od.8.332.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοιχαλώσια
-
8 μοιχάς
A v.l. μοιχαλίδος), Vett.Val.104.11;μ. εὐνή Tz.H.4.349
. -
9 μοιχάω
A = μοιχεύω 1: metaph., μοιχᾶν τὴν θάλατταν have dalliance with the sea, applied by Callicratidas to Conon, X.HG1.6.15:— [voice] Pass., commit adultery, of a man, Ev.Matt.5.32; of a woman, Ev.Marc.10.12: metaph., to be unfaithful to God, LXX Je.3.8, Ez.23.37. -
10 μοιχεία
μοιχ-εία, ἡ,A adultery, And.4.10, Lys. 1.36, Pl.R. 443a (pl.);μοιχείας γραφαί Phot.
, Suid. s.v. πέμπτῃ φθίνοντος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοιχεία
-
11 μοιχευτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοιχευτής
-
12 μοιχευτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοιχευτός
-
13 μοιχεύτρια
μοιχ-εύτρια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοιχεύτρια
-
14 μοιχεύω
A commit adultery with a woman, debauch her, c. acc., Ar.Av. 558, Lys. 1.15, Pl.R. 360b:—[voice] Pass., of the woman, Ar. Pax 980 (anap.);μοιχευθῆναί τινι Arist.HA 586a3
; μεμοιχεῦσθαι ὑπ' ἀλλήλων, of birds, ib. 619a10.2 metaph., worship idolatrously,τὸ ξύλον καὶ τὸν λίθον LXX Je.3.9
.II intr., commit adultery, Xenoph.11.3;ἐμοίχευσάς τι Ar.Nu. 1076
, cf. X.Mem.2.1.5, Arist.EN 1129b21.III metaph., in [tense] fut. [voice] Med. (in pass. sense), οὐ μοιχεύσεταί μου τὰ φιλήματα her kisses shall not be adulterously stolen from me, Ach.Tat.4.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοιχεύω
-
15 μοιχή
-
16 μοιχίδιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοιχίδιος
-
17 μοιχικός
A adulterous,λέκτρα Ps.-Phoc.178
;ᾠδαί Ath.15.697b
; of persons, Plu.2.18e; μ. διαβολαί accusations of adultery, Luc.Cal.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοιχικός
-
18 μοίχιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοίχιος
-
19 μοιχίς
-
20 μοιχάγρια
μοιχ-άγρια (μοιχός, ἄγρη): the fine imposed upon one taken in adultery, Od. 8.332†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μοιχάγρια
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ζωάγριος — ζωάγριος, ον (Α) 1. αυτός που σώζει τη ζωή κάποιου 2. φρ. «ζωαγρίους χάριτας ὀφλισκάνω» οφείλω ευγνωμοσύνη για τη σωτηρία τής ζωής μου 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζωάγριον η θυσία που προσφέρεται για τη σωτηρία κάποιου 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά… … Dictionary of Greek
μοιχαλίδα — η (ΑΜ μοιχαλίς, ίδος) έγγαμη γυναίκα που διαπράττει μοιχεία, που απατά τον άνδρα της νεοελλ. πόρνη μσν. αρχ. ως επίθ. διεφθαρμένη («γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς σημεῑον ἐπιζητεῑ», ΚΔ) | αρχ. 1. γυναίκα που δεν πιστεύει στον θεό, άπιστη 2. η τάση… … Dictionary of Greek
μυρτάς — μυρτάς, ἡ (Α) 1. φρ. «μυρτὰς ὄγνη» το δέντρο απιδέα η καρδιόφυλλος 2. ανώμαλη επίφυση στον κορμό και στα κλαδιά τής μυρτιάς, το μυρτίδανον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + κατάλ. άς (πρβλ. μοιχ άς)] … Dictionary of Greek
πυργαλίδαι — οἱ, Α ονομασία εταιρείας στην Κάμιρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + επίθημα αλίς (πρβλ. μοιχ αλίς)] … Dictionary of Greek
χοιράς — άδος, η, ΝΜΑ (λόγιος τ.) στον πληθ. οι χοιράδες και αἱ χοιράδες εξόγκωση και σκλήρυνση τών αδένων τού λαιμού («αὐτὸν δὲ τὸν Βατίνιον ἔχοντα χοιράδας ἐν τῷ τραχήλῳ», Πλούτ.) αρχ. 1. ως επίθ. αυτή που μοιάζει με χοίρο ή με τα νώτα χοίρου («χοιράδες … Dictionary of Greek