Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μοιχ-άς

См. также в других словарях:

  • ζωάγριος — ζωάγριος, ον (Α) 1. αυτός που σώζει τη ζωή κάποιου 2. φρ. «ζωαγρίους χάριτας ὀφλισκάνω» οφείλω ευγνωμοσύνη για τη σωτηρία τής ζωής μου 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζωάγριον η θυσία που προσφέρεται για τη σωτηρία κάποιου 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά… …   Dictionary of Greek

  • μοιχαλίδα — η (ΑΜ μοιχαλίς, ίδος) έγγαμη γυναίκα που διαπράττει μοιχεία, που απατά τον άνδρα της νεοελλ. πόρνη μσν. αρχ. ως επίθ. διεφθαρμένη («γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς σημεῑον ἐπιζητεῑ», ΚΔ) | αρχ. 1. γυναίκα που δεν πιστεύει στον θεό, άπιστη 2. η τάση… …   Dictionary of Greek

  • μυρτάς — μυρτάς, ἡ (Α) 1. φρ. «μυρτὰς ὄγνη» το δέντρο απιδέα η καρδιόφυλλος 2. ανώμαλη επίφυση στον κορμό και στα κλαδιά τής μυρτιάς, το μυρτίδανον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + κατάλ. άς (πρβλ. μοιχ άς)] …   Dictionary of Greek

  • πυργαλίδαι — οἱ, Α ονομασία εταιρείας στην Κάμιρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + επίθημα αλίς (πρβλ. μοιχ αλίς)] …   Dictionary of Greek

  • χοιράς — άδος, η, ΝΜΑ (λόγιος τ.) στον πληθ. οι χοιράδες και αἱ χοιράδες εξόγκωση και σκλήρυνση τών αδένων τού λαιμού («αὐτὸν δὲ τὸν Βατίνιον ἔχοντα χοιράδας ἐν τῷ τραχήλῳ», Πλούτ.) αρχ. 1. ως επίθ. αυτή που μοιάζει με χοίρο ή με τα νώτα χοίρου («χοιράδες …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»