Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

μοιάζω

См. также в других словарях:

  • μοιάζω — μοιάζω, έμοιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μοιάζω — και ομοιάζω (ΑΜ ὁμοιάζω) έχω τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ή τον χαρακτήρα κάποιου άλλου, είμαι παρόμοιος με κάποιον ή με κάτι νεοελλ. 1. (ως απρόσ.) μοιάζει φαίνεται («μοιάζει να είναι ενδιαφέρον» 2. φρ. «δεν σού μοιάζω» δεν έχω τις συνήθειές σου… …   Dictionary of Greek

  • μοιάζω — έμοιασα (προστ. μοιάσε) 1. ομοιάζω, είμαι όμοιος, έχω τα ίδια χαρακτηριστικά με κάποιον, θυμίζω κάποιον: Μοιάζει του πατέρα του στην εμφάνιση. 2. φαίνομαι: Μοιάζει αντίκα αλλά είναι καινούριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοντοφέρνω — μοιάζω λίγο με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + φέρνω «μοιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • αδαμαντίζω — μοιάζω με διαμάντι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδάμαντ (θέμα γεν. τού ουσ. ἀδάμας) + κατάλ. ίζω] …   Dictionary of Greek

  • γεροντοφέρνω — μοιάζω ή συμπεριφέρομαι σαν γέρος …   Dictionary of Greek

  • χρυσοφέρνω — μοιάζω κάπως με χρυσό, έχω χρώμα σχεδόν όμοιο με το χρώμα του χρυσού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έοικα — ἔοικα (Α) 1. μοιάζω, φαίνομαι όμοιος με κάποιον («Ἀντίνοος δέ μάλιστα μελαίνῃ κηρὶ ἔοικεν», Ομ. Οδ.) 2. μοιάζω με κάποιον σε κάτι («τά γ ὄπισθε Μαχάονι πάντα ἔοικεν», Ομ. Ιλ.) 3. φαίνομαι ότι πράττω κάτι («ἀεὶ γὰρ δίφρου ἐπιβησομένοισιν ἐΐκτην»,… …   Dictionary of Greek

  • παρέοικα — ΜΑ μοιάζω κάπως με κάποιον ή κάτι, είμαι παρεμφερής. επίρρ... παρεοικότως Α κατά τρόπο κάπως όμοιο προς κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἔοικα «μοιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • προσέοικα — και αττ. τ. προσεῑκα και παθ. τ. παρακμ. προσήιξαι Α (παρακμ. με σημ. ενεστ.) 1. φαίνομαι όμοιος, μοιάζω με κάποιον ή με κάτι (α. «λέοντι φαίνεται προσεικέναι», Ευρ. β. «κατὰ τὸ χρῶμα μόνον προσέοικεν ἱέρακι», Αριστοτ.) 2. φαίνομαι κατάλληλος,… …   Dictionary of Greek

  • προσφέρω — ΝΜΑ, και προσφέρνω Ν, και δωρ. τ. ποτιφέρω Α [φέρω] 1. δίνω κάτι ευγενικά ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω (α. «η εταιρεία τού προσέφερε για τις υπηρεσίες του ένα ταξίδι» β. «καὶ δῶρα... χρυσοῡ τε καὶ ἀργύρου προσεφέρετο», Θουκ.) 2. (σχετικά με έδεσμα ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»