-
1 μοδισμός
-
2 μοδισμός
См. также в других словарях:
μοδισμός — μοδισμός, ὁ (ΑΜ) υπολογισμός έκτασης γης ο οποίος γίνεται με το μόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόδιον + ισμός μέσω ενός αμάρτυρου αρχ. *μοδίζω] … Dictionary of Greek
μοδισμός — measuring by modii masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοδισμοῦ — μοδισμός measuring by modii masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοδισμῷ — μοδισμός measuring by modii masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοδισμόν — μοδισμός measuring by modii masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)