Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μοδισμός

См. также в других словарях:

  • μοδισμός — μοδισμός, ὁ (ΑΜ) υπολογισμός έκτασης γης ο οποίος γίνεται με το μόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόδιον + ισμός μέσω ενός αμάρτυρου αρχ. *μοδίζω] …   Dictionary of Greek

  • μοδισμός — measuring by modii masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοδισμοῦ — μοδισμός measuring by modii masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοδισμῷ — μοδισμός measuring by modii masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοδισμόν — μοδισμός measuring by modii masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»