Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μοίρασα

  • 1 ίσια

    επίρρ.
    1) прямо;

    τράβα ίσια — иди прямо;

    2) прямо, непосредственно;

    πήγαινε ίσια στον διευθυντή — обратись прямо к директору;

    3) ровно, точно, поровну;

    μοίρασα ίσια την περιουσία μου — я разделил своё имущество поровну;

    4) равным образом; одинаково;

    σ' αγαπώ ίσια με τον αδελφό μου — я люблю тебя, как брата;

    § ίσια - ίσια а) как раз, в точности, точь-в-точь;

    είμαστε ίσια κι' ίσια — мы расквитались, расплатились, мы квиты; — б) как сказать, кто его знает;

    τα φέρνω ίσιαίσια — еле-еле сводить концы с концами;

    τραβώ ίσιαа) на-

    правляться прямо; б) приступать прямо к делу;

    ίσια με... — величиной с...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ίσια

См. также в других словарях:

  • μοιράζω — μοίρασα, μοιράστηκα, μοιρασμένος 1. χωρίζω κάτι σε μερίδια, τεμαχίζω, διανέμω, διαιρώ: Μοίρασε τη σούπα στα πιάτα. 2. μτφ., σκορπίζω, σπαταλώ, παρέχω άφθονα: Μοιράζει φιλιά και χάδια σε πολλές γυναίκες. 3. το μέσ., μοιράζομαι παίρνω το μερίδιο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ίσος — η, ο (ΑΜ ἴσος, η, ον, Α επικ. τύπος ἶσος και ἔϊσος, η, ον) 1. αυτός που είναι ίδιος με κάποιον άλλον κατά την ποσότητα, τις διαστάσεις, τη δύναμη ή την αξία 2. αυτός που εκτείνεται σε ευθεία γραμμή, ευθύς, ίσιος 3. ομαλός, επίπεδος 4. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • δημόθεν — επίρρ. (Α) 1. από τον δήμο 2. φρ. «δημόθεν ἄλφιτα δῶκα» μοίρασα αλεύρι με δαπάνες τού δήμου 2. μέσα από το πλήθος, από τον συγκεντρωμένο κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + (επιρρ. κατάλ.) θεν] …   Dictionary of Greek

  • μοιράζω — και μεράζω (ΑΜ μοιράζω, Μ και μεράζω) [μοίρα] 1. χωρίζω κάτι σε τεμάχια ή σε μερίδια, τεμαχίζω, κομματιάζω («μοίρασα το κρέας σε μερίδες για να τό μαγειρέψω») 2. διανέμω κάτι σε κάποιον («πρέπει να μοιραστούν τρόφιμα στους σεισμοπαθείς») 3.… …   Dictionary of Greek

  • μοιρασιά — και μοιρασά και μοιρασιά, η (Μ μοιρασιά και μερασία) μοίρασμα, διανομή μσν. 1. η πράξη τής διαίρεσης στα μαθηματικά 2. μερτικό, μερίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιράζω (πρβλ. ανεβασιά < ανεβάζω)] …   Dictionary of Greek

  • μοιράζω — μοιράζω, μοίρασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»