μνοία, ἡ, auch μνωΐα u. μνῴα geschrieben, oder μνωά, bei den Kretern die Sclavenfamilie, der Sclavenstand; scol. 22 in Ath. XV, 696 (vgl. Ilgen p. 102 ff.); ib. VI, 263 f wird es ἡ κοινὴ δουλεία erkl., im Ggstz der ἰδία, ἀφαμιῶται, also Staatssclaven; vgl. Strab. 12, 3, 4 (mss. μινώα).
μνώα — μνῴα και μνωΐα και μνοΐα, ἡ (Α) τάξη δούλων ή δουλοπάροικων στην Κρήτη η οποία συγκροτήθηκε με την εγκατάσταση τών Δωριέων στο νησί. [ΕΤΥΜΟΛ. < δμώς*, ωός «δούλος», με τροπή του δμ σε μν (πρβλ. μεσόδμη: μεσόμνη)] … Dictionary of Greek