-
1 μνηστής
μνηστόςwooed and won: fem gen sg (attic epic ionic)——————μνηστόςwooed and won: fem dat pl (epic) -
2 μνηστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μνηστής
-
3 μνηστῆς
Βλ. λ. μνηστής -
4 μνηστῇς
Βλ. λ. μνηστής -
5 μνήστης
μνῆστιςremembrance: fem nom /voc pl (doric aeolic) -
6 κοιμάω
Aκοίμησα Od. 12.372
:—[voice] Med., [tense] fut. - ήσομαι OGI383.43 (Commagene, i B.C.), D.H. 4.64, Luc.DDeor.4.4, etc.: [dialect] Ep. [tense] aor. κοιμήσατο, -αντο, Il.11.241, 1.476:—[voice] Pass., [tense] fut. - ηθήσομαι S.Fr.574.6, Luc.Asin.40, Alciphr.1.37.3, etc.: [tense] aor.ἐκοιμήθην Od.14.411
, al., E.Andr. 390, Pl.R. 571e, etc.: [tense] pf.κεκοίμημαι Aeschrio 8.2
, Luc.Gall.6:—lull, put to sleep,κοίμησον.. Ζηνὸς ὑπ' ὀφρύσιν ὄσσε φαεινώ Il.14.236
;ἦ με.. κοιμήσατε νηλέϊ ὕπνῳ Od.12.372
;βλέφαρα μὴ κοιμῶν ὕπνῳ A.Th.3
; put to bed,τὸν δ' αὐτοῦ κοίμησε Od.3.397
; of a hind,ἐν ξυλόχῳ.. νεβροὺς κοιμήσασα 4.336
.2 metaph., still, calm, ἀνέμους, κύματα, Il.12.281, Od.12.169; ;κύματος μένος Id.Eu. 832
;εὔφημον.. κοίμησον στόμα Id.Ag. 1247
; also, soothe, assuage,κοίμησον δ' ὀδύνας Il.16.524
; ᾧ (sc. φύλλῳ)κοιμῶ τόδ' ἕλκος S.Ph. 650
.II [voice] Med. and [voice] Pass., fall asleep, go to bed, Il.1.476, al., Hdt.1.9, etc.; of animals, lie down,κατὰ ἤθεα κοιμηθῆναι Od.14.411
: c. acc. cogn., ποῖόν τινα ὕπνον ἐκοιμῶ; X.Hier.6.7; βαθὺν κοιμηθῆναι (sc. ὕπνον) Luc. DMar.2.3.2 metaph., ὅπως ἂν κοιμηθῇ [τὸ ἐπιθυμητικόν] Pl. l.c.3 of the sleep of death,κοιμήσατο χάλκεον ὕπνον Il.11.241
;ἱερὸν ὕπνον κ. Call.Ep.11.2
: abs., fall asleep, die, S.El. 509 (lyr.), Aeschrio l.c.;ἐκοιμήθη μετὰ τῶν πατέρων LXX 3 Ki.2.10
, al., cf. PFay.22.28 (i A.D.), Ev.Matt.27.52, Ev.Jo.11.11, etc.; in epitaphs, IG14.1683, etc.; κ. τὸν αἰώνιον ὕπνον ib.929.4κοιμῶντο.. παρὰ μνηστῇς ἀλόχοισι Il.6.246
, cf. 250: hence, of sexual intercourse, lie with another, Od.8.295, Pi.I.8(7).23;οὔ τινι κοιμηθεῖσα Hes.Th. 213
;παρά τινι Hdt.3.68
; l.c.;μετά τινος Timocl.22.2
;ἀπὸ γυναικὸς ἀνὴρ τὰν νύκτα κοιμαθές Berl.Sitzb. 1927.157
([place name] Cyrene).6 of things, remain during the night, ; ἡ κιβωτὸς ἐκοιμήθη ἐκεῖ ib.Jo.6.10.
См. также в других словарях:
μνηστῆς — μνηστός wooed and won fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστῇς — μνηστός wooed and won fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνήστης — μνῆστις remembrance fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
оброученица — ОБРОУЧЕНИЦ|А (41), Ѣ ( А) с. Невеста, обрученная: Чьтьць аще съ своѥю обрѹченицею прѣже брака съвъкѹпитьсѧ. лѣто праздьнъ бывъ. на почитаниѥ при˫атъ бѹдеть. (τῇ ἑαυτοῦ μνηστῇ) КЕ XII, 195б; ни оц҃а же моѥго или бра(т) моѥго обрѹченицю не имамъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κόσμημα — Στοιχείο διακόσμησης που χρησιμοποιείται για να προσθέσει κάλλος και κομψότητα, χωρίς να παρουσιάζει ιδιαίτερα πρακτική χρησιμότητα. εθνολογία και λαϊκός πολιτισμός. Το κ. αποτελεί στοιχείο που προστίθεται για να διακοσμήσει τα εργαλεία, τα σκεύη … Dictionary of Greek
Αμφιτρύων — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Τίρυνθας, απόγονος του Περσέα. Επειδή σκότωσε κατά λάθος τον πατέρα της μνηστής του Αλκμήνης, αναγκάστηκε να εξαγνιστεί με εξορία στη Θήβα, κοντά στον βασιλιά Κρέοντα. Η Αλκμήνη πήγε, τον βρήκε και τον παντρεύτηκε … Dictionary of Greek
Γκούντρουν — I (Gudrun).Γερμανικό έπος του 13ου αι. Σε αυτό, εξιστορούνται οι άθλοι του γιου του βασιλιά της Ιρλανδίας Χάγκεν, ο γάμος του βασιλιά Χετέλ με τη Χίλδα, κόρη του Χάγκεν και η απαγωγή της Γ., κόρης του Χετέλ και της Χίλδας και μνηστής του Χέρβιγκ … Dictionary of Greek
Κολομβία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κολομβίας Έκταση: 1.141.748 τ. χλμ. Πληθυσμός: 42.492.326 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπογκοτά (6.712.247 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Παναμά, στα Α με τη Βενεζουέλα και τη Βραζιλία … Dictionary of Greek
Κουνελάκης, Νικόλαος — (Κρήτη 1829 – Κάιρο 1869). Ζωγράφος. Πολύ νέος έφυγε με την οικογένειά του από την Κρήτη, πιθανότατα από τα Χανιά, και εγκαταστάθηκε στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας. Το 1857, μετά τις ζωγραφικές σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αγίας… … Dictionary of Greek
δίπορτος — η, ο 1. δίθυρος, αυτός που έχει δύο πόρτες: Έχει δίπορτο αυτοκίνητο. 2. το ουδ. ως ουσ., δίπορτο διπλή διέξοδος ή ωφέλεια: Το έχει δίπορτο· άλλοτε μένει στο σπίτι του και άλλοτε στης μνηστής του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)