-
1 μνηστηρ
Iдор. μναστήρ - ῆρος adj. помнящий, не забывающий(ἀγώνων, πολέμου Pind.)
IIдор. μναστήρ - ῆρος ὅ искатель руки, претендент на руку(παιδὸς ἐμῆς Her.; Ἑλένης Thuc.)
μ. γάμων Aesch. — стремящийся сочетаться браком -
2 μνηστήρας
μνηστήρας οжених, обручившийся со своей невестой,Этим.< дргр. μνηστήρ < μνώμαι < μι-μνή-σκω «помнить». Глагол μνώμαι — имеет два значения:1) «размышлять, думать»,2) «стремиться к браку». Последнее значение немного отходит от семантического поля глагола μιμνήσκω. Тем не менее производные слова от глагола μνώμαι (μνηστός, μνηστήρ, μνηστεύω) обычно содержат в себе элементы этих двух значений. Таким образом существительное μνήστηρ «жених, обручник» означает как «того кто помнит», так и «того кто стремится взять в жены женщину»
См. также в других словарях:
μνηστήρ — wooer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστήρ — ὁ (ΑΜ) [μνηστήρ] βλ. μνηστήρας … Dictionary of Greek
μνηστῆρα — μνηστήρ wooer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστῆρας — μνηστήρ wooer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστῆρες — μνηστήρ wooer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστῆρι — μνηστήρ wooer masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστῆρος — μνηστήρ wooer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστῆρσι — μνηστήρ wooer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστῆρσιν — μνηστήρ wooer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστήρεσιν — μνηστήρ wooer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστήρεσσι — μνηστήρ wooer masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)