-
1 μνηστεια
ἥ1) старание, домогательствоἔτι ἐν μνηστείᾳ εἶναι Plat. — быть все еще предметом домогательств, т.е. не быть еще достигнутым
2) искание руки, сватовство Plut., Luc. -
2 μνηστεία
μνηστεία ηобручение, чинопоследование обручения. Отождествляется с таинством венчания. Ранее обе службы совершались отдельно, см. αρραβώνας -
3 μνηστεία
η1) помолвка, обручение, сговор; 2) время жениховства -
4 μνήστευση
[-ις (-εως)] η см. μνηστεία 1 -
5 αρραβώνας
αρραβώνας οЭтим.< евр. erabon «гарантия. залог». Слово вошло в греческий язык из финикийского в результате торговых отношений греков с финикийцами.2)обручальное кольцо
См. также в других словарях:
μνηστεία — μνηστείᾱ , μνηστεία wooing fem nom/voc/acc dual μνηστείᾱ , μνηστεία wooing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστείᾳ — μνηστείᾱͅ , μνηστεία wooing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνήστεια — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «γάμου δῶρα». [ΕΤΥΜΟΛ. Ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. *μνήστειος] … Dictionary of Greek
μνηστεία — η (ΑΜ μνηστεία) [μνηστεύω] νεοελλ. ο χρόνος κατά τη διάρκεια τού οποίου είναι κανείς αρραβωνιασμένος («η μνηστεία μου διήρκεσε δύο χρόνια») νεοελλ. μσν. αμοιβαία υπόσχεση σύναψης γάμου, αρραβώνας («εκείνας τας ημέρας έγινεν η μνηστεία και μετ… … Dictionary of Greek
μνηστεία — η 1. η αμοιβαία υπόσχεση γάμου, ο αρραβώνας, το αρραβώνιασμα: Μας κάλεσαν για τη μνηστεία της κόρης τους. 2. το διάστημα κατά το οποίο είναι κανείς αρραβωνιασμένος: Ύστερα από έξι μήνες μνηστεία έγινε ο γάμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μνηστείας — μνηστείᾱς , μνηστεία wooing fem acc pl μνηστείᾱς , μνηστεία wooing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστείαι — μνηστείᾱͅ , μνηστεία wooing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστείαν — μνηστείᾱν , μνηστεία wooing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστεῖαι — μνηστεία wooing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστείαις — μνηστεία wooing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
БРАК — общественный, и в частности правовой, институт, заключающийся в продолжительном союзе лиц муж. и жен. пола, составляющем основу семьи. История человечества знает разные формы Б.: моногамный (Б. одного мужа и одной жены), полигамный (многоженство) … Православная энциклопедия