-
1 μνημόνειος
μνημόνειος, das Gedächtniß betreffend, ζητήματα, Fragen zur Uebung des Gedächtnisses, Poll. 6, 108, Bekk. μνημόνια.
-
2 μνημόνειος
μνημόνειος, das Gedächtnis betreffend, ζητήματα, Fragen zur Übung des Gedächtnisses -
3 μνημόνειος
μνημόν-ειος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μνημόνειος
-
4 μνημόνιος
μνημόνιος, v. l. für μνημόνειος.
См. также в других словарях:
μνημόνειος — και μνημόνιος, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αποβλέπει στη μνήμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνήμων, ονος + κατάλ. ειος (πρβλ. μαρμάρ ειος)] … Dictionary of Greek