-
1 μνήστειρα
A bride, AP5.275 (Agath.).II Adj. mindful of,Ἀφροδίτας μνάστειραν ὀπώραν Pi.I.2.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μνήστειρα
См. также в других словарях:
νήστης — (I) νήστης, ὁ (ΑΜ, Α θηλ. νήστειρα) αυτός που νηστεύει, νηστευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού νῆστις με κατάλ. της. Ο τ. νήστειρα < νήστης + επίθημα ειρα (πρβλ. λῄστ ειρα, μνήστ ειρα)]. (II) νήστης, ὁ (Α) αυτός που κλώθει, που γνέθει. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek