Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μιτρηφόρος

См. также в других словарях:

  • μιτρηφόρος — μιτρηφόρος, ον (Α) βλ. μιτροφόρος …   Dictionary of Greek

  • μιτρηφόρος — wearing a masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιτρηφόρον — μιτρηφόρος wearing a masc/fem acc sg μιτρηφόρος wearing a neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιτρηφόρε — μιτρηφόρος wearing a masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιτρηφόροι — μιτρηφόρος wearing a masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιτρηφόρους — μιτρηφόρος wearing a masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιτρηφόρῳ — μιτρηφόρος wearing a masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιτροφόροι — μιτρηφόρος wearing a masc/fem nom/voc pl μιτροφόρος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιτροφόρος — ο (Α μιτρηφόρος και μιτροφόρος, ον) αυτός που φορά μίτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίτρα (Ι) + φόρος (< φέρω). Ο τ. μιτρηφόρος με η για μετρικούς λόγους] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»