Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μισῇ

  • 1 Μίση

    Μίσα
    fem dat sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > Μίση

  • 2 Μίσῃ

    Μίσα
    fem dat sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > Μίσῃ

  • 3 μισή

    μῑσῇ, μισέω
    hate: pres subj mp 2nd sg
    μῑσῇ, μισέω
    hate: pres ind mp 2nd sg
    μῑσῇ, μισέω
    hate: pres subj act 3rd sg

    Morphologia Graeca > μισή

  • 4 μισῇ

    μῑσῇ, μισέω
    hate: pres subj mp 2nd sg
    μῑσῇ, μισέω
    hate: pres ind mp 2nd sg
    μῑσῇ, μισέω
    hate: pres subj act 3rd sg

    Morphologia Graeca > μισῇ

  • 5 μίση

    μί̱ση, μῖσος
    hate: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)
    μί̱ση, μῖσος
    hate: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    μί̱ση, μισέω
    hate: pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)
    μί̱ση, μισέω
    hate: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > μίση

См. также в других словарях:

  • μισῇ — μῑσῇ , μισέω hate pres subj mp 2nd sg μῑσῇ , μισέω hate pres ind mp 2nd sg μῑσῇ , μισέω hate pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίση — μί̱ση , μῖσος hate neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μί̱ση , μῖσος hate neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μί̱ση , μισέω hate pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) μί̱ση , μισέω hate imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μίσῃ — Μίσα fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημίσκουτον — ἡμίσκουτον, τὸ (Α) μισή σκούτα*, μισή ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σκούτα (< λατ. scutum «ασπίδα»)] …   Dictionary of Greek

  • λύμαξ — Ονομασία ποταμού της Φιγαλίας κατά την αρχαιότητα, που εξέβαλλε στον Νέδα. Στο σημείο αυτό υπήρχαν θερμά νερά και το ιερό της θεάς Ευρυνόμης, που ήταν μισή γυναίκα και μισή ψάρι. Η παράδοση αναφέρει ότι η Ρέα με τις νύμφες είχαν πλύνει τον Δία… …   Dictionary of Greek

  • νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • εξάδα — η αριθμ. ουσ. (του απόλ. έξι), σύνολο έξι μονάδων ως νέα μονάδα, μισή δωδεκάδα, μισή ντουζίνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτέρνα — η 1. στο κατώτατο τμήμα του ανθρώπινου ποδιού το πίσω μέρος, το αντίθετο με τα δάχτυλα, και ιδίως το πίσω του πέλματος, της πατούσας. 2. σε αυτό το μέρος το ακραίο μεγάλο κόκαλο του ταρσού, όπου κρατιέται ο αχίλλειος τένοντας. 3. το μεγαλύτερο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Sokratis Malamas — (Greek: Σωκράτης Μάλαμας) (b. September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece) is a Greek singer and songwriter.BiographySokratis Malamas was born on September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece. His family moved to Stuttgart, Germany for… …   Wikipedia

  • Mise — (griechisch Μίση, auch Μισατίς Misatis oder Μισα Misa) war eine Gottheit aus dem Umfeld von Demeter Kybele und der Mysterien von Eleusis, insbesondere von deren Aufnahme durch die Orphiker. Den orphischen Hymnen zufolge war sie mannweiblich… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»