-
1 ненависть
-
2 наполовину
-
3 ненависть
-
4 злоба
злоб||аж ἡ κακία, ἡ Εχθρα, τό μίσος:по \злобае ἀπό μίσος, ἀπό ἔχθρα· питать \злобау против кого́-л. δέν χωνεύω κάποιον, ἐχθρεύομαι κάποιον ◊ на \злобау дня τό φλέγον, τό ἐπίμαχον ζήτημα. -
5 ненависть
ненавистьж τό μίσος / ἡ ἀποστροφή, ἡ ἀπέχθεια (отвращение):питать \ненависть κ кому-л. αἰσθάνομαι μίσος γιά κάποιον, μισώ κάποιον. -
6 ненавидеть
-вижу, -видишь, μτχ. ενστ. ненавидящийρ.δ.μ. μισώ, τρέφω μίσος, εμφορούμαι από μίσος. -
7 будить
будитьнесов1. ξυπνῶ, ἀφυπνίζω;2. перен ξυπνῶ, διεγείρω:\будить воспоминания ξυπνῶ ἀναμνήσεις' \будить ненависть διεγείρω τό μίσος. -
8 вражда
вражд||аж ἡ ἐχθρα, ἡ ἔχθρητα, τό μίσος:питать \враждау́ к кому́-л. τρέφω ἐχθρα, ἐχθρεύομαι κάποιον. -
9 враждебиость
вражд||ебиостьж ἡ ἐχθρότητα, ἡ ἐχθρα, τό μίσος. -
10 затаенный
затаенн||ый1. прич. от затаить·2. прил κρυφός, μυστικός, κρυμμένος:\затаенныйая ненависть τό κρυφό μίσος· \затаенныйая мечта ὁ κρυφός (или ὁ μύχιος) πόθος·3. прил (приглушенный) ὑπόκωφος:\затаенный шум ὁ ὑπόκωφος θόρυβος· с \затаенныйым дыханием μέ πιασμένη ἀναπνοή. -
11 звериный
звери́н||ыйприл1. (относящийся к зверю) τοῦ θηρίου:\звериныйые следы τά Ιχνη τοῦ θηρίου· \звериныйая шкура τό δέρμα (или,τό τομάρι) θηρίου·2. перен θηριώδης, ἄγ-ριος, κτηνώδης:\звериныйые инстинкты (у людей) τά θηριώδη ἐνστικτα· \звериныйая ненависть τό κτηνώδες (или τό ἄγριο) μίσος. -
12 зуб
зубм τό δόντι, ὁ ὀδούς:молочный \зуб ὁ γαλαξίας, ὁ γαλακτίας· коренной \зуб ὁ τραπεζίτης, ὁ γομφίος, ὁ κυνόδους, τό σκυλόδοντο· \зуб мудрости ὁ φρονιμίτης· вырывать \зуб βγάζω (ένα) δόντι· скрежетать \зубами τρίζω τά δόντια μου· ◊ сквозь \зубы μασώντας τά λόγια· скалить \зубы γελώ ἀνόητα, χαζογελώ· вооруженный до \зубо́в ὁπλισμένος ὡς τά δόντια, ὁπλισμένος μέχρις ὁδόντων держать язык за \зубами ράβω τό στόμα μου· в \зубах навязло μοῦ ἔγινε φοβερά ἐνοχλητικό· иметь \зуб против кого́-л. δέν χωνεύω κάποιον, τρέφω μίσος ἐνάντια σέ κάποιον не по \зубам δέν εἶναι γιά τά κότσια (του)· ни в \зуб (толкнуть) δέν ξέρω οὔτε γρί· попасть кому́-л. на \зуб πέφτω στά χέρια κάποιου· \зуб и а \зуб не попадает τρέμω. -
13 копить
копитьнесов прям., перен μαζεύω, συγκεντρώνω, συσσωρεύω:\копить деньги ἀποταμιεύω χρήματα· \копить силы συγκεντρώνω τἡς δυνάμεις· \копить ненависть μαζεύω μίσος. -
14 лютый
лют||ыйприл1. (свирепый) θηριώδης, ἄγριος (о животных)/ ἀπάνθρωπος (о человеке)·2. перен ἀσπονδος:\лютыйая ненависть τό ἄσπονδο μίσος·3. (о морозе и т. п.) δυνατός. -
15 набитый
набитыйприл γεμισμένος / πλήρης, γεμάτος (полный)/ παραγεμισμένος, ὑπερπλήρης (переполненный):битком \набитый γεμάτος φίσκα· ◊ \набитый дурак βλάκας μέ περικεφαλαία, ἕνας βλάκας καί μισός. -
16 наполовину
наполовинунареч μισός, κατά τό ήμισυ, ἐξ ἡμισείας, μισό καί μισό:работа \наполовину сделана ἡ μισή δουλειά Εγινε· делать дело \наполовину κάνω τήν δουλειά μισή. -
17 неистребимый
неистреби́м||ыйприл ἀνεξολόθρεφτος, ἀδιάφθορος, ἀκατάστρεπτος, ἀκατάλυτος, ἀτελείωτος:\неистребимыйая ненависть τό ἀκατάλυτο μίσος. -
18 непроходимая
непроходи́м||аягрязь ἀδιάβατη λάσπη· 2.:\непроходимаяая глу́пость ἀφάνταστη βλακεία, ἡ κουταμάρα μέ πατέντα· \непроходимаяое невежество ἡ παχυλή ἀμάθεια· \непроходимаяый дурак ἕνας βλάκας καί μισός. -
19 питать
питатьнесов1. τρέφω, θρέφω, διατρέφω / σιτίζω, τροφοδοτώ (тж. воен., тех.)·2. перен (чувствовать) αἰσθάνομαι, νοιώθω, τρέφω:\питать злобу ἐχθρεύομαι· \питать ненависть μισώ, τρέφω μίσος· \питать отвращение αἰσθάνομαι ἀπέχθεια· \питать симпатию τρέφω συμπάθεια. -
20 полгода
полгодаὁ μισός χρόνος, τό ἐξάμηνο[ν], ἡ ἐξαμηνία.
См. также в других словарях:
μῖσος — hate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισός — ή, ό (Μ μισός, ή, όν) αυτός που αποτελεί το ένα από τα δύο ίσα μέρη ενός πράγματος ή ενός ποσού, ήμισυς νεοελλ. 1. ασυμπλήρωτος, ατελής, ελλιπής, λειψός, κολοβός («μισές δουλειές έκανες πάλι») 2. φρ. α) «μισό μισό» ή «μισό και μισό» ανακατωμένο ή … Dictionary of Greek
μίσος — το (ΑΜ μῑσος) 1. έχθρα* 2. αποστροφή, απέχθεια, αντιπάθεια προς κάποιον αρχ. αντικείμενο μίσους, μισητό πράγμα, μίσημα («ἄγεε τὸ μῑσος, ὡς κατ ὄμματ αὐτίκα παρόντι θνήσκῃ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μισῶ] … Dictionary of Greek
μίσος — το 1. η απέχθεια και η εχθρότητα προς κάποιον του οποίου το κακό επιθυμείς: Ένιωθε μίσος για τη μητριά της. 2. μεγάλη αποστροφή προς κάτι: Έχει μίσος για τα ζώα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μισός — ή, ό 1. το ένα από τα δύο ίσα μέρη ενός όλου: Πήρα μισό κιλό τυρί. 2. ατελής, λειψός, ανολοκλήρωτος: Πάντα κάνει μισές δουλειές. 3. φρ., «μισός άνθρωπος», ανάπηρος, σακάτης· «με μισό μάτι», με επιφύλαξη· «Είναι μισή μερίδα», είναι μικροκαμωμένος· … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… … Dictionary of Greek
φιλομίσως — Α επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) με μεγάλο μίσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. *φιλόμισος (< φιλ(ο) * + μισος [< μῖσος], πρβλ. φανερό μισος) + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
ненависть — НЕНАВИСТ|Ь (104), И с. Ненависть: боле вьсего ѥсть зъла˫а ненависть братьнѧ. (ἡ μισαδελφία) Изб 1076, 188; по повиньномѹ бо и вина вс˫ако. и ненависть (τὸ... βδελυκτόν) ЖФСт XII, 110; падени˫а же таковыѧ части. сѹть всѣмъ ˫авѣ зависть. ненависть … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ήμισυς — εια, υ και μισός, ή, ό (AM ἥμισυς, εια, υ, Μ και ἥμισος, η, ον, Α δωρ. τ. ἅμισυς, εια, α και ιων. θηλ. ἡμισέη και ἡμισέα) 1. αυτός που αποτελεί το ένα από δύο ίσα μέρη ενός πράγματος ή ενός ποσού, ο μισός 2. το ουδ. ως ουσ. το ήμισυ το ένα… … Dictionary of Greek
κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… … Dictionary of Greek
μισανθρωπία — η (ΑΜ μισανθρωπία) [μισάνθρωπος (Ι)] το να αισθάνεται κανείς μίσος προς τους ανθρώπους, η εχθρότητα, η αποστροφή προς τους ανθρώπους νεοελλ. το να αποφεύγει κανείς τη συναναστροφή με τους ανθρώπους από μίσος, το παράλογο μίσος προς τους ανθρώπους … Dictionary of Greek