Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

μισός

  • 1 ненависть

    θ.
    μίσος•

    из -и ή по -и από μίσος•

    питать ненависть τρέφω μίσος•

    с -ью με μίσος.

    Большой русско-греческий словарь > ненависть

  • 2 наполовину

    наполовину μισός, μισό και μισό
    * * *
    μισός, μισό και μισό

    Русско-греческий словарь > наполовину

  • 3 ненависть

    ненависть ж το μίσος питать \ненависть μισώ
    * * *
    ж
    το μίσος

    пита́ть не́нависть — μισώ

    Русско-греческий словарь > ненависть

  • 4 злоба

    злоб||а
    ж ἡ κακία, ἡ Εχθρα, τό μίσος:
    по \злобае ἀπό μίσος, ἀπό ἔχθρα· питать \злобау против кого́-л. δέν χωνεύω κάποιον, ἐχθρεύομαι κάποιον ◊ на \злобау дня τό φλέγον, τό ἐπίμαχον ζήτημα.

    Русско-новогреческий словарь > злоба

  • 5 ненависть

    ненависть
    ж τό μίσος / ἡ ἀποστροφή, ἡ ἀπέχθεια (отвращение):
    питать \ненависть κ кому-л. αἰσθάνομαι μίσος γιά κάποιον, μισώ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > ненависть

  • 6 ненавидеть

    -вижу, -видишь, μτχ. ενστ. ненавидящий
    ρ.δ.μ. μισώ, τρέφω μίσος, εμφορούμαι από μίσος.

    Большой русско-греческий словарь > ненавидеть

  • 7 будить

    будить
    несов
    1. ξυπνῶ, ἀφυπνίζω;
    2. перен ξυπνῶ, διεγείρω:
    \будить воспоминания ξυπνῶ ἀναμνήσεις' \будить ненависть διεγείρω τό μίσος.

    Русско-новогреческий словарь > будить

  • 8 вражда

    вражд||а
    ж ἡ ἐχθρα, ἡ ἔχθρητα, τό μίσος:
    питать \враждау́ к кому́-л. τρέφω ἐχθρα, ἐχθρεύομαι κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > вражда

  • 9 враждебиость

    вражд||ебиость
    ж ἡ ἐχθρότητα, ἡ ἐχθρα, τό μίσος.

    Русско-новогреческий словарь > враждебиость

  • 10 затаенный

    затаенн||ый
    1. прич. от затаить·
    2. прил κρυφός, μυστικός, κρυμμένος:
    \затаенныйая ненависть τό κρυφό μίσος· \затаенныйая мечта ὁ κρυφός (или ὁ μύχιος) πόθος·
    3. прил (приглушенный) ὑπόκωφος:
    \затаенный шум ὁ ὑπόκωφος θόρυβος· с \затаенныйым дыханием μέ πιασμένη ἀναπνοή.

    Русско-новогреческий словарь > затаенный

  • 11 звериный

    звери́н||ый
    прил
    1. (относящийся к зверю) τοῦ θηρίου:
    \звериныйые следы τά Ιχνη τοῦ θηρίου· \звериныйая шкура τό δέρμα (или,τό τομάρι) θηρίου·
    2. перен θηριώδης, ἄγ-ριος, κτηνώδης:
    \звериныйые инстинкты (у людей) τά θηριώδη ἐνστικτα· \звериныйая ненависть τό κτηνώδες (или τό ἄγριο) μίσος.

    Русско-новогреческий словарь > звериный

  • 12 зуб

    зуб
    м τό δόντι, ὁ ὀδούς:
    молочный \зуб ὁ γαλαξίας, ὁ γαλακτίας· коренной \зуб ὁ τραπεζίτης, ὁ γομφίος, ὁ κυνόδους, τό σκυλόδοντο· \зуб мудрости ὁ φρονιμίτης· вырывать \зуб βγάζω (ένα) δόντι· скрежетать \зубами τρίζω τά δόντια μου· ◊ сквозь \зубы μασώντας τά λόγια· скалить \зубы γελώ ἀνόητα, χαζογελώ· вооруженный до \зубо́в ὁπλισμένος ὡς τά δόντια, ὁπλισμένος μέχρις ὁδόντων держать язык за \зубами ράβω τό στόμα μου· в \зубах навязло μοῦ ἔγινε φοβερά ἐνοχλητικό· иметь \зуб против кого́-л. δέν χωνεύω κάποιον, τρέφω μίσος ἐνάντια σέ κάποιον не по \зубам δέν εἶναι γιά τά κότσια (του)· ни в \зуб (толкнуть) δέν ξέρω οὔτε γρί· попасть кому́-л. на \зуб πέφτω στά χέρια κάποιου· \зуб и а \зуб не попадает τρέμω.

    Русско-новогреческий словарь > зуб

  • 13 копить

    копить
    несов прям., перен μαζεύω, συγκεντρώνω, συσσωρεύω:
    \копить деньги ἀποταμιεύω χρήματα· \копить силы συγκεντρώνω τἡς δυνάμεις· \копить ненависть μαζεύω μίσος.

    Русско-новогреческий словарь > копить

  • 14 лютый

    лют||ый
    прил
    1. (свирепый) θηριώδης, ἄγριος (о животных)/ ἀπάνθρωπος (о человеке)·
    2. перен ἀσπονδος:
    \лютыйая ненависть τό ἄσπονδο μίσος·
    3. (о морозе и т. п.) δυνατός.

    Русско-новогреческий словарь > лютый

  • 15 набитый

    набитый
    прил γεμισμένος / πλήρης, γεμάτος (полный)/ παραγεμισμένος, ὑπερπλήρης (переполненный):
    битком \набитый γεμάτος φίσκα· ◊ \набитый дурак βλάκας μέ περικεφαλαία, ἕνας βλάκας καί μισός.

    Русско-новогреческий словарь > набитый

  • 16 наполовину

    наполовину
    нареч μισός, κατά τό ήμισυ, ἐξ ἡμισείας, μισό καί μισό:
    работа \наполовину сделана ἡ μισή δουλειά Εγινε· делать дело \наполовину κάνω τήν δουλειά μισή.

    Русско-новогреческий словарь > наполовину

  • 17 неистребимый

    неистреби́м||ый
    прил ἀνεξολόθρεφτος, ἀδιάφθορος, ἀκατάστρεπτος, ἀκατάλυτος, ἀτελείωτος:
    \неистребимыйая ненависть τό ἀκατάλυτο μίσος.

    Русско-новогреческий словарь > неистребимый

  • 18 непроходимая

    непроходи́м||ая
    грязь ἀδιάβατη λάσπη· 2.:
    \непроходимаяая глу́пость ἀφάνταστη βλακεία, ἡ κουταμάρα μέ πατέντα· \непроходимаяое невежество ἡ παχυλή ἀμάθεια· \непроходимаяый дурак ἕνας βλάκας καί μισός.

    Русско-новогреческий словарь > непроходимая

  • 19 питать

    питать
    несов
    1. τρέφω, θρέφω, διατρέφω / σιτίζω, τροφοδοτώ (тж. воен., тех.)·
    2. перен (чувствовать) αἰσθάνομαι, νοιώθω, τρέφω:
    \питать злобу ἐχθρεύομαι· \питать ненависть μισώ, τρέφω μίσος· \питать отвращение αἰσθάνομαι ἀπέχθεια· \питать симпатию τρέφω συμπάθεια.

    Русско-новогреческий словарь > питать

  • 20 полгода

    полгода
    ὁ μισός χρόνος, τό ἐξάμηνο[ν], ἡ ἐξαμηνία.

    Русско-новогреческий словарь > полгода

См. также в других словарях:

  • μῖσος — hate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισός — ή, ό (Μ μισός, ή, όν) αυτός που αποτελεί το ένα από τα δύο ίσα μέρη ενός πράγματος ή ενός ποσού, ήμισυς νεοελλ. 1. ασυμπλήρωτος, ατελής, ελλιπής, λειψός, κολοβός («μισές δουλειές έκανες πάλι») 2. φρ. α) «μισό μισό» ή «μισό και μισό» ανακατωμένο ή …   Dictionary of Greek

  • μίσος — το (ΑΜ μῑσος) 1. έχθρα* 2. αποστροφή, απέχθεια, αντιπάθεια προς κάποιον αρχ. αντικείμενο μίσους, μισητό πράγμα, μίσημα («ἄγεε τὸ μῑσος, ὡς κατ ὄμματ αὐτίκα παρόντι θνήσκῃ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μισῶ] …   Dictionary of Greek

  • μίσος — το 1. η απέχθεια και η εχθρότητα προς κάποιον του οποίου το κακό επιθυμείς: Ένιωθε μίσος για τη μητριά της. 2. μεγάλη αποστροφή προς κάτι: Έχει μίσος για τα ζώα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μισός — ή, ό 1. το ένα από τα δύο ίσα μέρη ενός όλου: Πήρα μισό κιλό τυρί. 2. ατελής, λειψός, ανολοκλήρωτος: Πάντα κάνει μισές δουλειές. 3. φρ., «μισός άνθρωπος», ανάπηρος, σακάτης· «με μισό μάτι», με επιφύλαξη· «Είναι μισή μερίδα», είναι μικροκαμωμένος· …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… …   Dictionary of Greek

  • φιλομίσως — Α επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) με μεγάλο μίσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. *φιλόμισος (< φιλ(ο) * + μισος [< μῖσος], πρβλ. φανερό μισος) + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • ненависть — НЕНАВИСТ|Ь (104), И с. Ненависть: боле вьсего ѥсть зъла˫а ненависть братьнѧ. (ἡ μισαδελφία) Изб 1076, 188; по повиньномѹ бо и вина вс˫ако. и ненависть (τὸ... βδελυκτόν) ЖФСт XII, 110; падени˫а же таковыѧ части. сѹть всѣмъ ˫авѣ зависть. ненависть …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ήμισυς — εια, υ και μισός, ή, ό (AM ἥμισυς, εια, υ, Μ και ἥμισος, η, ον, Α δωρ. τ. ἅμισυς, εια, α και ιων. θηλ. ἡμισέη και ἡμισέα) 1. αυτός που αποτελεί το ένα από δύο ίσα μέρη ενός πράγματος ή ενός ποσού, ο μισός 2. το ουδ. ως ουσ. το ήμισυ το ένα… …   Dictionary of Greek

  • κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… …   Dictionary of Greek

  • μισανθρωπία — η (ΑΜ μισανθρωπία) [μισάνθρωπος (Ι)] το να αισθάνεται κανείς μίσος προς τους ανθρώπους, η εχθρότητα, η αποστροφή προς τους ανθρώπους νεοελλ. το να αποφεύγει κανείς τη συναναστροφή με τους ανθρώπους από μίσος, το παράλογο μίσος προς τους ανθρώπους …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»