-
1 μισούν
μῑσοῦν, μισέωhate: pres part act masc voc sg (attic epic doric)μῑσοῦν, μισέωhate: pres part act neut nom /voc /acc sg (attic epic doric) -
2 μισοῦν
μῑσοῦν, μισέωhate: pres part act masc voc sg (attic epic doric)μῑσοῦν, μισέωhate: pres part act neut nom /voc /acc sg (attic epic doric)
См. также в других словарях:
μισοῦν — μῑσοῦν , μισέω hate pres part act masc voc sg (attic epic doric) μῑσοῦν , μισέω hate pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοστυγής — ές (AM θεοστυγής, ές) αυτός τον οποίο μισεί ο θεός (ή μισούν οι θεοί), ο θεομίσητος αρχ. αυτός που μισεί τον θεό. επίρρ... θεοστυγώς με θεομίσητο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + στύγος «μίσος»] … Dictionary of Greek
ιδεοληψία — Όρος της ψυχολογίας. Πρόκειται για περιοδική και αθέλητη επιβολή ιδεών ή συναισθημάτων στη συνείδηση κάποιου ατόμου, που είναι κατά κανόνα ενοχλητικά και επιζήμια. Υπάρχουν διάφορες κατηγορίες ι. Διακρίνονται με βάση τις ιδέες ή τα συναισθήματα… … Dictionary of Greek