1 μισοπονίη
Morphologia Graeca > μισοπονίη
2 μισοπονίῃ
Morphologia Graeca > μισοπονίῃ
μισοπονίῃ — μῑσοπονίῃ , μισοπονία hatred of work fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισοπονία — μισοπονία, ἡ (Α) [μισόπονος] αποστροφή προς την εργασία («ἀμαθίῃ καὶ ῥαθυμίῃ καὶ προσέτι μισοπονίῃ», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek