Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μισολάμαχος

См. также в других словарях:

  • μισολάμαχος — μισολάμαχος, ον (Α) αυτός που μισεί τον Λάμαχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + Λάμαχος] …   Dictionary of Greek

  • μισολάμαχος — μῑσολ̱άμαχος , μισολάμαχος hating Lamachus masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»