-
1 μισολαμαχος
См. также в других словарях:
μισολάμαχος — μισολάμαχος, ον (Α) αυτός που μισεί τον Λάμαχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + Λάμαχος] … Dictionary of Greek
μισολάμαχος — μῑσολ̱άμαχος , μισολάμαχος hating Lamachus masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… … Dictionary of Greek