-
1 μισοβαρβαρον
См. также в других словарях:
μισοβάρβαρον — μῑσοβάρβαρον , μῑσοβάρβαρος hating foreigners masc/fem acc sg μῑσοβάρβαρον , μῑσοβάρβαρος hating foreigners neut nom/voc/acc sg μισοβάρβαρος hating foreigners masc/fem acc sg μισοβάρβαρος hating foreigners neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισοβάρβαρος — μισοβάρβαρος, ον (Α) 1. αυτός που αισθάνεται μίσος, απέχθεια για τους βαρβάρους 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισοβάρβαρον το μίσος προς τους βαρβάρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + βάρβαρος] … Dictionary of Greek